Στην καρδιά του πολιτισμένου κόσμου της αρχαιότητας, στη διασταύρωση των εμπορικών δρόμων, με πλούσια μεταλλεία χαλκού η ίδια, η Κύπρος τράβηξε το ενδιαφέρον πολλών γειτόνων της. Απορροφημένη από την Ανατολή ως το 1400 π.Χ., έρχεται στη συνέχεια σε επαφή με τον ελληνικό κόσμο, πρώτα με τους μυκηναίους έμπορους και τεχνίτες που εγκαθίστανται στο νησί προτού, γύρω στο 1200 π.Χ., οι Έλληνες την αποικίσουν συστηματικά. Η Κύπρος θα στραφεί οριστικά προς το Αιγαίο χωρίς όμως να απαρνηθεί ποτέ τις ανατολικές επιδράσεις που διαμορφώνουν την παράδοσή της. Η γεωμετρική και η αρχαϊκή εποχή είναι για την Κύπρο εποχές με έντονη δημιουργική έκφραση. Τις πολλές όψεις και τις αντιθέσεις του κυπριακού χαρακτήρα συνδέει το ετεοκυπριακό υπόστρωμα που διασφαλίζει μια ταυτότητα χαρακτηριστικά κυπριακή παρά τις πολλές επιδράσεις. Στα αρχαϊκά χρόνια (750-475 π.Χ.) το νησί γνώρισε την κατοχή των Ασσυρίων, των Αιγυπτίων και των Περσών. Στα εκατό χρόνια ελευθερίας που μεσολάβησαν ανάμεσα στις κατοχές Ασσυρίων και Αιγυπτίων (669-569 π.Χ.), η κυπριακή τέχνη δίνει τα πιο εμπνευσμένα έργα της.
Η μνημειώδης γλυπτική εμφανίζεται στα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ. ως μια μορφή της ειδωλοπλαστικής σε μεγάλη κλίμακα. Τα πρωτοκυπριακά γλυπτά (650-550 π.Χ.) είναι πήλινα, με δυνατό πλάσιμο και προέρχονται από ιερά, κυρίως από το ιερό της Αγίας Ειρήνης. Τυποποιημένα, πολύ εκφραστικά και διακοσμητικά, τα γλυπτά της πρώτης αρχαϊκής περιόδου παραμελούν την απόδοση του σώματος για να τονίσουν το πρόσωπο. Εκτός από αυτό το «ανατολικό» στοιχείο, τα πρωτοκυπριακά έργα συγγενεύουν τεχνοτροπικά και με τα ετρουσκικά.
Στη δεύτερη αρχαϊκή περίοδο, στη γλυπτική εμφανίζονται τρεις ρυθμοί: α) ο κυπροαιγυπτιακός, β) ο νεοκυπριακός, που κατάγεται από τον πρωτοκυπριακό και εμφανίζεται γύρω στο 580 π.Χ., και γ) ο κυπροελληνικός ρυθμός που εμφανίζεται γύρω στο 540 π.Χ. και ακμάζει γύρω στο 500 π.Χ. Ο ιωνικής έμπνευσης κυπροελληνικός ρυθμός, που θα φέρει τους Κούρους και τις Κόρες, θα επικρατήσει σε όλη την Κύπρο. Προς το τέλος της αρχαϊκής εποχής, σβήνει βαθμιαία το μειδίαμα και η τυποποίηση των μορφών, αραιώνουν τα διακοσμητικά στοιχεία και μαζί με το νατουραλισμό έρχεται στην τέχνη το μέτρο.
Στην κλασική εποχή (475-325 π.Χ.) γίνεται φανερό πόσο η ελληνική επίδραση εξουδετέρωσε την κυπριακή έμπνευση. Στις πολιτιστικές της σχέσεις με την Ελλάδα η Κύπρος θα είναι πια μόνο δέκτης. Τα γλυπτά της κλασικής εποχής διακρίνονται σε α) έργα εισηγμένα από ελληνικές περιοχές ή φτιαγμένα στην Κύπρο από έλληνες τεχνίτες και β) έργα που ονομάζονται κυπροελληνικά (ή κυπροκλασικά), φτιαγμένα από Κύπριους που ακολουθούν τα ελληνικά πρότυπα χωρίς να απεμπολήσουν την τοπική τους παράδοση.
Η συγγραφέας αξιοποιεί τις πολλές φωτογραφίες που συνοδεύουν το άρθρο της σε διαφωτιστικές συγκρίσεις.