Συζητώντας με αρχαιολόγους και ιστορικούς, ο συγγραφέας αντιλήφθηκε ότι με το άρθρο του στο τεύχος 36 της Αρχαιολογίας δεν είχε καταστήσει απολύτως σαφή τα βασικά του επιχειρήματα, ότι οι δομικές παρατηρήσεις είναι από μόνες τους ικανές να στήσουν το ιστορικό πλαίσιο του συγκροτήματος του Οσίου Λουκά και ότι, επίσης, η μελέτη του εκείνη αποκάλυπτε και χωροθετούσε δύο ακόμη κτήρια. Την παρανόηση καλλιέργησε εν μέρει η αναφορά στα αμφίβολης αξιοπιστίας Υπομνήματα που δημοσίευσε ο Κρέμος. Εδώ ο συγγραφέας χρησιμοποιεί, από γραπτές πηγές, τον Βίο του Οσίου και δύο μελέτες που χρονολογούν το Καθολικό στα 1011, ενώ παράλληλα παραπέμπει στο αρχικό του άρθρο.
Έχοντας ανακεφαλαιώσει ένα προς ένα τα δομικά επιχειρήματά του, καταλήγει και πάλι σε δύο ιστορικά συμπεράσματα: α) κάτω από το ναό της Παναγίας και το Καθολικό, υπάρχουν άλλα δύο κτήρια, τα αρχικά: ο ναός της Αγίας Βαρβάρας και το Ευκτήριο και β) η σειρά των κατασκευών έχει ως εξής:
1. Αρχική Αγία Βαρβάρα (946) και ολοκλήρωσή της (955 – 958/959/960)
2. Ευκτήριο (960; – 965;)
3. Μεταποίηση της Αγίας Βαρβάρας σε Παναγία και σύνδεση με το Ευκτήριο μέσω του «χώρου Λ» (1000; – 1011)
4. Κατασκευή του Καθολικού με πυρήνα το Ευκτήριο (μετά το 1011 και πριν το 1048)
Αποδεικνύεται ότι η χρήση των Υπομνημάτων στην αρχική μελέτη συνέβαλε απλά στο να χρονολογηθεί το Ευκτήριο στα 961-966 (αντί του περίπου 960; – 965;) και να προταθεί ως αρχή ανεγέρσεως της Παναγίας η περίοδος μετά το 997, αντί περίπου 1000.