Με κύριο σημείο αναφοράς το περιεχόμενο των αναγνωστικών βιβλίων της περιόδου 1880-1919, η συγγραφέας εξετάζει πώς δομείται το παρελθόν και πώς ορίζεται η έννοια «πατρίδα» στη διαδικασία διαμόρφωσης της εθνικής ταυτότητας. Η διάπλαση της εθνικής ταυτότητας γίνεται επιτακτική σε μια περίοδο όπου κυριαρχούν το όραμα της συνένωσης με τις ακόμη υπόδουλες περιοχές, η θεωρία του Φαλμεράυερ, η αμφισβήτηση της ελληνικότητας της Μακεδονίας και η προώθηση της Μεγάλης Ιδέας.
Η έννοια «πατρίδα» ορίζεται ως προς το χώρο και το χρόνο. Τα σύνορα συμβάλλουν αποφασιστικά στην εξομοίωση όσων βρίσκονται εντός των ορίων της και στη διαφοροποίησή τους από όσους είναι έξω από αυτά. Ωστόσο, η έννοια του εθνικού εδάφους δεν δηλώνει απαραίτητα την πραγματική οριοθέτηση του «ελληνισμού», που ρευστοποιεί τα σύνορα καθώς εκτείνεται σε παρελθόντες χρόνους και σε εδάφη.
Το εθνικό έδαφος και η ελληνικότητα μιας περιοχής προσδιορίζονται από την ιστορία, την κοινή γλώσσα, τους προγόνους. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με το προσωπικό «δέσιμο» του καθενός με την ιδιαίτερη πατρίδα του, μεγενθύνουν τη φόρτιση του δεσμού με την ευρύτερη πατρίδα. Τα προσωπικά βιώματα παραμερίζονται και προβάλλεται μια διαπροσωπική σχέση: η πατρίδα είναι η μάνα που προσφέρει στα παιδιά της μια κοινή ταυτότητα. Στην ακραία της μορφή, η άρνηση της ατομικότητας είναι ο θάνατος για την πατρίδα.
Τον εδαφικό προσδιορισμό της έννοιας «πατρίδα» καθορίζει η συνεχής αναφορά στο παρελθόν που θεσμοθετεί την ιστορική συνέχεια και νομιμοποιεί εδαφικές διεκδικήσεις.
Στα περιεχόμενα των Αναγνωστικών, το παρελθόν διαιρείται στις εξής ιστορικές περιόδους: Αρχαία Ελλάδα, Βυζάντιο, Τουρκοκρατία, Επανάσταση του 1821 και Νέα Ελλάδα. Το μεγαλείο των αρχαίων προγόνων προβάλλεται ως κληρονομιά. Οι πόλεις της Αθήνας και της Σπάρτης είναι ορόσημα φιλοπατρίας. Οι κατακτήσεις του Μ. Αλέξανδρου συντελούν στον ορισμό της ελληνικής ταυτότητας μέσα από την απόρριψη της ετερότητας, ενώ η καταγωγή του καλύπτει ιδεολογικά τον Μακεδονικό Αγώνα. Η Βυζαντινή Aυτοκρατορία οριοθετεί τα σύνορα του ελληνισμού, κατοχυρώνοντας και την ελληνικότητα της Μικράς Ασίας, θεσμοθετεί την αλληλεξάρτηση έθνους και ορθοδοξίας και προσφέρει θρύλους που καλλιεργούν προσδοκίες: «πάλι με χρόνους με καιρούς…». Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας τονίζονται οι ταπεινώσεις των υποδούλων και η ωμότητα των κατακτητών, υπηρετώντας έτσι τον αλυτρωτισμό που βρίσκεται στον πυρήνα της Μεγάλης Ιδέας. Η αγάπη για την πατρίδα και την ελευθερία διατηρεί το διαχωρισμό «Έλληνες» και «Τούρκοι», ενώ η διαφορά γλώσσας και θρησκείας ενισχύει την ελληνική ταυτότητα. Κάθε αναφορά στο ’21 έχει άμεση κατάληξη στο παρόν καθώς προβάλλει τους ανεκπλήρωτους στόχους και απαιτεί την ολοκλήρωση της αρχικής εξέγερσης.