Επιγραμματικά θα λέγαμε ότι ο Καζαντζίδης βιώνει την ερωτική σχέση στο πλαίσιο ενός ιδιώματος που διέπεται ακόμα ισχυρά από τη συγγένεια, ενώ ο Βοσκόπουλος την καταλαβαίνει μέσω ενός ιδιώματος ερωτευμένων. Η προσέγγιση του καθενός δεν είναι βέβαια ανεπηρέαστη από τη «βαθιά κρίση που περνάει σε αυτή τη φάση η ελληνική κοινωνία [και που] έχει σχέση με το βασικό δίλημμα, ατομιστική πορεία ή συλλογικότητα».
Το κατεξοχήν συναίσθημα που τραγούδησε ο Καζαντζίδης είναι ο πόνος του αδικημένου. Ο έρωτας, ένα μόνο από τα στοιχεία του πόνου, είναι σχεδόν πάντα συνδεδεμένος με την προδοσία και το διαλυμένο σπιτικό, από μια γυναίκα που καταπατά τον κώδικα της συγγένειας. Στα τραγούδια του Βοσκόπουλου, ο πόνος χάνει την οικονομική και κοινωνική σήμανση. Ενώ ο Καζαντζίδης συνεχίζει να επικαλείται την εργατιά της φτώχειας και της εκμετάλλευσης, ο Βοσκόπουλος είναι «και του λιμανιού και του σαλονιού».
Η στάση του Καζαντζίδη νοηματοδοτείται τόσο από το πρότυπο του ασυμβίβαστου άνδρα, όσο και από το πρότυπο του καλού οικογενειάρχη. Η γυναίκα καταξιώνεται στο ρόλο της μάνας. Αν αυτόν τον κώδικα της συγγένειας οι ήρωές του τον καταπατούν, είναι γιατί τους αναγκάζει η φτώχεια, ο ξεριζωμός και η εγκατάλειψη.
Στον αντίποδα, για τον Βοσκόπουλο ο ιδανικά ερωτευμένος είναι μόνος. Η συγγένεια, αν δεν απουσιάζει εντελώς, βρίσκεται σε δεύτερο πλάνο. Η προδοσία γίνεται μόνο δίλημμα και κατεξοχήν πηγή ερωτικής συγκίνησης. Ο ερωτικός δεσμός χωρίς στεφάνι γίνεται σκοπός ζωής. Σε μια κοινωνία με ισχυρή παράδοση συγγενικών σχέσεων, τον κατεξοχήν δεσμό πάθους αποτελεί ο παράνομος δεσμός που εισάγεται στο τραγούδι την εποχή του Βοσκόπουλου.