Το αρχικό οθωνικό κτήριο κτίστηκε το 1834-1835 από τον βασιλικό αρχιτέκτονα Joseph Hoffer για να στεγάσει το Βασιλικό Τυπογραφείο και Λιθογραφείο. Το 1854, πυρκαγιά αποτέφρωσε τον β’ όροφο που είχε παραχωρηθεί ως κατοικία στον διευθυντή Ι. Καρπούνη. Επισκευασμένο πρόχειρα, το κτήριο παρέμεινε μονώροφο για 78 χρόνια. Μεγάλες επισκευές στις όψεις του και προσθήκες στην πίσω μέρος του έγιναν γύρω στα 1890. Το 1905-1906, το Εθνικό πλέον Τυπογραφείο μεταστεγάζεται στο κτήριο της οδού Καποδιστρίου. Το 1931-1932, με σχέδια του Φοίβου Ζούκη, αρχιτέκτονα της Υπηρεσίας Δημοσίων Κτηρίων, οι όψεις αναμορφώνονται και προστίθεται β’ όροφος. Με τη μορφή αυτή το κτήριο στέγασε υπηρεσίες του Πρωτοδικείου Αθηνών.
Πέρα από τη βιβλιογραφική και εικονογραφική έρευνα σε αρχεία και βιβλιοθήκες, οι συγγραφείς επιδόθηκαν σε λεπτομερή οικοδομική έρευνα στο ίδιο το κτήριο προκειμένου να τεκμηριώσουν τις αρχιτεκτονικές του αλλαγές καθώς και τις πολεοδομικές αλλαγές του οικοδομικού τετραγώνου. Από την εξονυχιστική μελέτη του κτηρίου θα αναφερθούν ενδεικτικά δυο παραδείγματα.
Προσεκτική εξέταση αποκάλυψε την ύπαρξη οκτώ παραστάδων. Όσα τμήματα των επικράνων τους σώζονται φέρουν δωρικό κυμάτιο και αντιγράφουν σχεδόν πιστά τα επίκρανα των παραστάδων των πτερύγων των Προπυλαίων στην Ακρόπολη. Το γεγονός πρέπει να συνδυαστεί με τον αρχιτέκτονα Hoffer, γνωστό για τις μελέτες του στον Παρθενώνα και τα Προπύλαια.
Στην όψη της Σταδίου αποκαλύφθηκαν κατακόρυφες εσοχές, παρόμοιες με αυτές που υπάρχουν στο Πανεπιστήμιο, στην οικία Βούρου και στην Tourelle της δούκισσας της Πλακεντίας. Παραστάδες και εσοχές διαιρούν την όψη του κτηρίου σε πέντε μέρη.
Σε πολύτιμο στοιχείο για τη μελέτη των μετατροπών του κτηρίου αναδείχθηκαν οι οπτόπλινθοι, υλικό δομής δύο ειδών: συμπαγείς χωρίς σκάφη και συμπαγείς με σκάφη. Οι πρώτοι ανήκουν στην αρχική φάση του κτηρίου. Οι δεύτεροι, σε χρήση σχεδόν ως προπολεμικά, φέρουν στικτά εντυπώματα που δηλώνουν τον κατασκευαστή ή και τον τόπο, π.χ.: ΦΚ, ΓΓ, Λαρεντζάκης-Χαλκίς, κοκ., διευκολύνοντας έτσι την ομαδοποίησή τους.