Σπανιότητα εικαστικών μαρτυριών, σπανιότητα περιγραφικών τεκμηρίων. Την ερευνητική του μέθοδο ο Άγγελος Δεληβορριάς στηρίζει στην αρχή ότι ο παραδοσιακός νεοελληνικός πολιτισμός των μεταβυζαντινών αιώνων πρέπει να άνθισε και στη Λήμνο, άσχετο αν η μη έγκαιρη παρέμβαση για την περισυλλογή και την προστασία τεκμηρίων οδήγησε σε μια έλλειψη συμπτωματική. Ως προς την αρχιτεκτονική, στη Μύρινα κυρίως, εντοπίζονται κτίσματα «ηπειρωτικού τύπου». Την παλαιότερη παράδοση του λημνιακού σπιτιού αντιπροσωπεύει ο απλός, μονόχωρος τύπος του αγροτόσπιτου με την «αξάτη» που, τον 18ο αιώνα, παίρνει κάποτε μνημειακό χαρακτήρα. Απελευθερώνοντας την προέλευση του «ηπειρωτικού» τύπου κατοικίας από τον δογματικό της προσανατολισμό στις περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης, φανερώνεται πιθανότερη μια στέρεη εξάρτησή της από τις παραδόσεις του ευρύτερου, ενιαίου νησιωτικού χώρου.
Στα νησιά του ανατολικού αιγαίου παραπέμπει και η ιδιαιτερότητα του πλαστικού ιδιώματος των γλυπτικών διακοσμητικών στοιχείων στις κατασκευές του όψιμου 19ου αιώνα. Απομονωμένο ανάμεσα στα αδημοσίευτα τέμπλα του νησιού, το «αξιόλογο ξυλόγλυπτο τέμπλο» σε εξωκκλήσι του 1732 στη θέση Ανυπάτη, αδυνατεί να πει αν πίσω του βρίσκεται κάποιο περιοδεύον σινάφι ή ένα τοπικό εργαστήρι.
Φαίνεται ότι από τα σπίτια της Λήμνου δεν απουσίαζε το κατ’ εξοχήν νησιώτικο έπιπλο, η κασέλα. Οι διακοσμημένες κασέλες θέτουν το ερώτημα της ζωγραφικής παράδοσης, διαδεδομένης τον 18ο αιώνα σε όλα τα νησιά του Αιγαίου. Το γεγονός ότι δύσκολα θα είχε γεννηθεί εκ του μηδενός το έργο του λαϊκού ζωγράφου Γρηγορίου Παπάμαλη, επιτρέπει την υπόθεση πως πιθανότατα θα υπήρχε κάποια τοπική σχολή εκκλησιαστικής ζωγραφικής.
Το 1786, ο γάλλος ελληνιστής D’Ansse de Villoison που επισκέπτεται τη Λήμνο, αναφέρεται σε σπίτια στολισμένα με «βαρδάκια», δηλαδή σε στολισμένους τοίχους με κεραμικά, από τα οποία δεν απουσιάζουν τα Τσανάκ-Καλέ. Εντοπίζοντας ίχνη των καμινιών ως το 1840, η Μπέτυ Ψαροπούλου διαπιστώνει ότι οι τσουκαλάδες του νησιού έφτιαχναν κεραμικά γυαλωμένα και ακόσμητα και μόνο τα σταμνιά τους ζωγράφιζαν με άσπρο μπατανά.
Αναμφίβολα, τα πιο θεαματικά κοσμήματα των νησιώτικων σπιτιών ήταν τα κεντήματα. Το 1894, ο Louis de Launαy προσέχει τα στρωσίδια, υφασμένα και κεντημένα από τις γυναίκες του σπιτιού. Το 1806, ο μητροπολίτης Λήμνου καταδικάζει τα «περιττά» κεντήματα. Την ύπαρξη τοπικής παράδοσης υποστηρίζει και η μαρτυρημένη άνθιση της παραγωγής βάμβακος και μετάξης. Μια εικόνα από τη χαμένη κεντητική της Λήμνου μπορούν να προσφέρουν τα δυο γυναικεία πουκάμισα του Μουσείου Μπενάκη: σχηματοποιημένα άνθινα θέματα, μετρητή βελονιά, χρωματιστά μετάξια. Λίγο πριν εκπνεύσει, το ίδιο διακοσμητικό πνεύμα, το ίδιο τεχνοτροπικό ύφος απαντά στις «πετσέτες» που, έως τα προπολεμικά χρόνια, έδεναν στο κεφάλι τους οι λήμνιοι χωρικοί.
Η παρακολούθηση της εξελικτικής διαδικασίας στην περίπτωση της γυναικείας φορεσιάς είναι δυσχερής, καθώς ένα μοναδικό ακέραιο παράδειγμα διασώθηκε στο Εθνικό-Ιστορικό Μουσείο της Αθήνας. Ο εξωτερικός επενδύτης, το καβάδι, απουσιάζει ίσως λόγω παλαιότητας ή παραφθοράς. Το πουκάμισο της Λήμνου ανήκει στη μεγάλη ομάδα πουκαμίσων με «κολονάτο» διάκοσμο, με ιστορία που χάνεται στα βάθη του ελληνικού χρόνου. Όσο για τη βράκα, η επίδραση του οθωμανικού στοιχείου είναι «περιστασιακή». Ορθότερος είναι ο προσανατολισμός της Marie de Launay που ανιχνεύει «un arrière-goût italien», από τα κατάλοιπα των χρόνων των Gateluzzi.