Στον λαϊκό παροιμιακό λόγο, στη λαϊκή εθιμολογία, στις αντιλήψεις και δοξασίες των απλών ανθρώπων, ο φόβος και οι σχετικές έννοιες κατέχουν εντυπωσιακή θέση. Η αφοβία και περαιτέρω η γενναιότητα και η τόλμη αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα των ολίγων, των ξεχωριστών (ήρωες, υπερφυσικά όντα, άνδρες κυρίως, αλλά και γυναίκες), ενώ ο φόβος και συνακόλουθα ο πανικός είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα των περισσοτέρων, κυρίως των αδυνάτων και απροστάτευτων. Είναι ωστόσο κοινά αποδεκτό ότι «ο φόβος φυλάει τα έρημα» σε πρακτικό και θεωρητικό επίπεδο. Απότοκος του φόβου, η δειλία θεωρείται γνώρισμα αδύναμου ψυχικά ανθρώπου. Εκεί όπου ο φόβος δεν διακρίνει δυνατούς και αδυνάτους, γενναίους και δειλούς, είναι στην περίπτωση ασθένειας και μάλιστα μεταδοτικής, τόσο ως ενδεχόμενο αντιμετώπισής της, όταν έχει ήδη ενσκήψει, όσο και για να κρατηθεί μακριά από συγκεκριμένα άτομα ή ομάδες ανθρώπων. Ιδιαίτερα σε περιπτώσεις θανατηφόρων ασθενειών με χαρακτήρα επιδημίας (πανώλης, χολέρα, ευλογιά, οστρακιά και άλλες προσωποποιημένες ως δυσειδείς γυναικείες μορφές), αλλά και σε κρίσιμες για την υγεία διαβατήριες στιγμές του κύκλου της ζωής, όπως η εγκυμοσύνη, η γέννηση, η λοχεία, ο φόβος με ποικίλες μορφές και ένταση είναι το υπόβαθρο πάνω στο οποίο αναπτύσσονται προλήψεις, δεισιδαιμονίες, μαγικές και μαγικοθρησκευτικές δοξασίες και ενέργειες. Για παράδειγμα, από φόβο η έγκυος και η λεχώνα, άτομα ιδιαίτερα ευάλωτα, απέφευγαν την οποιαδήποτε επαφή με νεκρό (παρουσία σε κηδεία), την κατανάλωση ορισμένων τροφών ή την κυκλοφορία εκτός του σπιτιού μετά τη δύση του ήλιου κ.ά.