Καθώς οι άνθρωποι έλιωναν τα παλαιότερα χρυσά αντικείμενα για να αξιοποιήσουν εκ νέου το σπάνιο μέταλλο, αρχαία αντικείμενα από χρυσό επιβιώνουν μόνο εφόσον διασώθηκαν σε κάποιον ασύλητο τάφο. Τα κοσμήματα της πρωτομινωικής ΙΙ περιόδου (2900/2600-2300/2200 π.Χ.) προέρχονται κυρίως από τους τάφους του Μόχλου, στην ομώνυμη νησίδα κοντά στη βόρεια ακτή της επαρχίας Σητείας. Το νεκροταφείο που αποτελείται από διάφορους τύπους ορθογώνιων τάφων, ανέσκαψε ο Αμερικανός R. Seager στις αρχές του αιώνα. Στα πεταμένα χώματα της ανασκαφής του βρέθηκαν σκόρπια μικρά κομψοτεχνήματα αλλά και ένας κανονικός θησαυρός, φυλαγμένος σε συμπιεσμένο ασημένιο αγγείο. Αποκαλύφθηκαν λεπτοδουλεμένα αλυσιδάκια, βραχιόλια και μικρές ταινίες ταφικής χρήσης αλλά και πολλά σκόρπια φύλλα που, συνδυασμένα σε μικρά κλωνάρια, στόλιζαν τα μαλλιά. Διπλωμένο και σφιγμένο σαν μπαλίτσα, διασώθηκε ένα διάδημα, το λαμπρότερο κόσμημα ολόκληρης της προανακτορικής χρυσοχοΐας. Πρόκειται για μια ταινία που, με έκτυπη «κοκκίδωση», στολίζουν τρία σχηματοποιημένα κρητικά αγρίμια (αίγαγροι). Μοναδικότητα στο αντικείμενο προσδίδουν οι τρεις πανύψηλες διπλές κεραίες σε σχήμα V από λεπτό έλασμα και ταιριαστό διάκοσμο. Στις πλατύτερες άκρες τους περιγράφεται μικροσκοπικό αγρίμι. Οι κομψές κεραίες του διαδήματος, που είχε πραγματική και όχι ταφική χρήση, τρεμόπαιζαν με κάθε κίνηση της κεφαλής. Το διάδημα επέτρεψε να διορθωθούν παρερμηνείες ανάλογων κοσμημάτων ως ταφικών προσωπίδων ή και διακοσμητικών ταινιών. Επανέφερε επίσης τη συζήτηση γύρω από τον χρυσοφόρο τόπο που προμήθευε τους Μινωίτες. Αν και οι εργαστηριακές εξετάσεις λείπουν, ο αρθρογράφος εκτιμά ότι η Λυδία και ο θρυλικός Πακτωλός τροφοδοτούσαν τους Κρήτες με χρυσάφι, υλικό που συνδεόταν με μαγικοθρησκευτικές και κοσμολογικές αντιλήψεις.