Το 1959, οι μαχητές της ΕΟΚΑ καλούνται να καταθέσουν τα όπλα ενός τετράχρονου αγώνα για την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Η αδελφοκτόνα οργάνωση ΕΟΚΑ Β΄ θα προέλθει από τους δυσαρεστημένους που εμφανίζονται ως αδιάλλακτοι ενωτικοί. Συγχρόνως, η τουρκοκυπριακή κοινότητα κινείται προς τη σταδιακή τουρκοποίηση του νησιού. Μέσα από αυτές τις Συμπληγάδες έπρεπε να πορευτεί ο αρχιεπίσκοπος και πρώτος Πρόεδρος της Κύπρου Μακάριος Γ΄ και η μεγάλη πλειοψηφία του κυπριακού λαού. Η Κύπρος ανακηρύσσεται ανεξάρτητο κράτος το 1960 με Σύνταγμα που της επιβάλλεται και γίνεται αποδεκτό προκειμένου να αποφευχθεί η διχοτόμηση που υπέκρυπτε το σχέδιο Μακμίλλαν. Το Σύνταγμα χωρίζει το λαό σε δύο κοινότητες με βάση την εθνική καταγωγή. Εξ ίσου διαιρετικό είναι και στα προβλεπόμενα ποσοστά στελέχωσης της εκτελεστικής, της νομοθετικής και της δικαστικής εξουσίας, της δημόσιας διοίκησης, του στρατού και της αστυνομίας. Οι συνθήκες Εγγυήσεως και Συμμαχίας θέτουν την Κύπρο υπό την κηδεμονία των εγγυητριών δυνάμεων, της Βρετανίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας, στις οποίες αναγνωρίζεται δικαίωμα επέμβασης και διατήρησης στρατευμάτων στο νησί.
Προπαραμονή Χριστουγέννων του 1963, οι Τουρκοκύπριοι παίρνουν τα όπλα και πετυχαίνουν το σχηματισμό της διαχωριστικής «πράσινης γραμμής» και τη δημιουργία τουρκικών θυλάκων. Η δεύτερη διακοινοτική ταραχή συνέβη τον Νοέμβρη του 1967. Η ελληνική χούντα ανακαλεί τότε από την Κύπρο το στρατηγό Γρίβα και την ελληνική μεραρχία, αφήνοντας το νησί ανυπεράσπιστο. Ώσπου, στις 15 Ιουλίου 1974, ολοκληρώνοντας την καταστροφική της ανάμειξη, η απριλιανή δικτατορία υποκινεί πραξικόπημα κατά του Μακαρίου. Ο Μακάριος γλιτώνει αλλά στο νησί ενσκήπτει ο Αττίλας. Οι τουρκικές δυνάμεις σε λιγότερο από ένα μήνα έχουν καταλάβει το 37% του νησιού.
Ο Μακάριος επιστρέφει στην Κύπρο στις 7 Δεκεμβρίου 1974. Το νησί θρηνούσε 6.000 νεκρούς, 1.619 αγνοούμενους και 200.000 πρόσφυγες. Ατέρμονοι γύροι συνομιλιών δεν οδηγούν πουθενά. Ο Ντενκτάς υπογράφει δύο συμφωνίες, μία με τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο το 1977 και μία με τον πρόεδρο Κυπριανού το 1979. Αμέσως μετά όμως οι Τούρκοι απαιτούν να αναγνωριστεί η «διζωνική» ομοσπονδία (αντί της «διακοινοτικής» που ήταν ο εν χρήσει όρος), ερμηνεύοντάς την ως δύο κράτη. Στον όγδοο γύρο συνομιλιών το 1980, οι Τούρκοι εμφανίζουν χάρτη με τις «δικές τους» περιοχές που προέβλεπε ότι στο 18% του πληθυσμού που αντιπροσώπευαν αναλογούσε το 33% του νησιού. Το 1982 η τουρκική πλευρά εκδίδει τίτλους ιδιοκτησίας των ελληνοκυπριακών περιουσιών σε Τουρκοκύπριους και σε έποικους από την Τουρκία. Όταν ο ΟΗΕ το 1983 απαιτεί την αποχώρηση του στρατού κατοχής, οι Τούρκοι εισάγουν στα κατεχόμενα την τουρκική λίρα, ιδρύουν δική τους Κεντρική Τράπεζα, ενώ η Βουλή των Τουρκοκυπρίων προετοιμάζει τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας. Και ενώ τα Ηνωμένα Έθνη αρχίζουν και πάλι νέους κύκλους επαφών, τον Νοέμβριο του 1983 ο Ντενκτάς ανακηρύσσει τα κατεχόμενα «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου», κατά παράβαση όχι μόνο κάθε αρχής δικαίου αλλά ακόμη και της ίδιας του της υπογραφής στο έγγραφο του 1979.