Η κοινωνικοοικονομική ζωή του νησιού κατά την Υστεροκυπριακή περίοδο αναπτύχθηκε γύρω από το χαλκό. Αναπόφευκτες και ανεξέλεγκτες, οι επαφές με άλλους λαούς έκαναν τους Κύπριους αμυντικούς και κλειστούς γεγονός που, σε συνδυασμό με τη γεωμορφολογία του εδάφους, επέβαλε την ευρεία ανάπτυξη των διοικητικών κέντρων κατά περιοχές. Ο Άγιος Δημήτριος, οικισμός της ΥΚΙΙγ που σημείωσε αλματώδη ακμή μεταξύ του 1325 και του 1225 π.Χ., ήταν κοντά σε μεταλλεία εξόρυξης χαλκού. Παρά την ύπαρξη των μεταλλείων, εργαστήρια τήξης χαλκού σαν αυτά της Έγκωμης ή της Τούμπας του Σκούρου δεν βρέθηκαν, κατασκευάζονταν όμως ορειχάλκινα βαρίδια. Στον Άγιο Δημήτριο αποκαλύφθηκε κτίριο με μεγάλους πελεκητούς λίθους (άσλαρ), που θεωρήθηκε το διοικητικό κέντρο, και ήρθε στο φως ασύλητος αρχοντικός τάφος, από τους πλουσιότερους της Κύπρου. Εμπορικές σχέσεις μαρτυρούν τα κτερίσματα από χρυσό ή ελεφαντόδοντο. Οι σφραγίδες με κυπρομινωική γραφή που βρέθηκαν υποδηλώνουν καταγραφή στοιχείων ιδιοκτησίας και εμπορίου.
Πόλεις όπως η Έγκωμη, η Μόρφου, η Αγία Ειρήνη, το Κίτιον ή κέντρα σαν το Μαρώνι και τη Χαλά Σουλτάν Τεκέ όφειλαν την άνθησή τους στην ύπαρξη χαλκού που εμπορεύονταν χάρη στην εγγύτητά τους προς τη θάλασσα. Στη θέση Χαλά Σουλτάν Τεκέ, ενδεικτικές για την πυκνή και παρατεταμένη χρήση του λιμανιού είναι οι πολλές άγκυρες που είχαν ενταχθεί ως οικοδομικό υλικό σε τοίχους ιερών αλλά και κοινών χώρων.
Στο πλαίσιο της λατρείας της γονιμότητας, τα γυναικεία πτηνόμορφα ειδώλια των κουροτρόφων και ο ταύρος συμβόλιζαν το θηλυκό και το αρσενικό στοιχείο. Οι ανασκαφές στην Έγκωμη και το Κίτιο δείχνουν ότι η κατά κάποιον τρόπο θεοποίηση του χαλκού καθιστούσε τους ιερείς την ανώτατη αρχή.