Ο Comte de Caylus (1692-1765) υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής του ανερχόμενου στην Ευρώπη «νεοκλασικισμού». Άνθρωπος των γραμμάτων, σπουδαίος συλλέκτης αρχαιοτήτων και πρωτο-αρχαιολόγος θα ταξιδέψει στην Ιταλία, την Κωνσταντινούπολη, τα παράλια της Μ. Ασίας και την ηπειρωτική Ελλάδα (1714-1717). Οι επόμενες αρχαιολογικές του έρευνες θα γίνουν «από την πολυθρόνα» του στο Παρίσι. Διετέλεσε μέλος της Ακαδημίας των Καλών Τεχνών και της Ακαδημίας των Επιγραφών και Γραμμάτων. Έχοντας αρχίσει ήδη από τη δεκαετία του 1720 να ασχολείται εντατικά με τη χαλκογραφία, έχει τη δυνατότητα να πλαισιώνει τις δημοσιεύσεις αντικειμένων της συλλογής του με δικά του χαρακτικά. Στο βιβλίο του για τα χρυσά νομίσματα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η επικέντρωσή του στο αντικείμενο αυτό καθαυτό συνιστά ένα βήμα προς τη μοντέρνα μορφή του ειδήμονα κριτικού. Στο χρονικό διάστημα 1752-1760, δημοσιεύει το εξάτομο και πλούσια εικονογραφημένο έργο του Recueil d’antiquités égyptiennes, etrusques, grecques, romaines et gauloises, από το οποίο θα αντλούν οι σχεδιαστές του νεοκλασικισμού για τα επόμενα πενήντα χρόνια. Η απορρόφησή του στη διαδικασία της συλλογής, η μορφολογική του επεξεργασία μεμονωμένων αντικειμένων δεν του επέτρεψαν να προβάλει μια σφαιρική, θεμελιακή θέση για την ιστορική ανάπτυξη της αρχαίας τέχνης.
Το μοντέλο επεξεργασίας της αρχαίας ελληνικής τέχνης του Caylus διέφερε ουσιαστικά από αυτό του Winckelmann. Οι δύο συμφωνούν ότι ο ρωμαϊκός πολιτισμός είναι κατώτερος του αρχαίου ελληνικού, ο Caylus όμως αναγνώριζε στην αρχαία Αίγυπτο έναν ακόμη εξέχοντα πολιτισμό. Άποψή του ήταν ότι ναι μεν οι πολιτισμοί έχουν αμοιβαία αλληλεξάρτηση, ωστόσο κοινή τους προέλευση και επιρροή είναι ο πολιτισμός των Αιγυπτίων.