Ένα από τα σημαντικότερα κείμενα της εβραϊκής λογοτεχνίας που με το βαθύτατα ερωτικό του περιεχόμενο έδωσε το έναυσμα σε πολλούς δημιουργούς να προχωρήσουν στην εικονογράφησή του είναι το Άσμα Ασμάτων του Σολομώντα. Οι στίχοι του έδωσαν τη δυνατότητα να εκφράσουν τον λυρισμό του, να τονίσουν τη σχέση ανάμεσα στα δύο φύλα, να σχολιάσουν την ένωσή τους, να αναδείξουν τις τρυφερές πλευρές του έρωτα. Χωρίς να χρειάζεται να αναφερθούν οι απόψεις που έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί, για το αν δηλαδή πρόκειται για ένα καθαρά ερωτικό κείμενο ή για μία αλληγορία του έρωτα μεταξύ του Θεού και του Ισραήλ ή του Χριστού με την εκκλησία, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι στην περίπτωση των ελλήνων δημιουργών υπερισχύει η πρώτη εκδοχή.
Το κείμενο εικονογραφεί πρώτος το 1938 με επτά ξυλογραφίες του ο Ευθύμης Παπαδημητρίου, ο οποίος είναι και ο δημιουργός που επιμένει ιδιαιτέρως στο αισθησιακό περιεχόμενο των παραστάσεων. Ο χαράκτης αντιμετωπίζει την καθαρά ερωτική διάσταση του κειμένου αποθεώνοντας τη σαρκική επαφή των δύο φύλων, την ένωσή τους, τη λαχτάρα της ηδονής. Τονίζει τον αφηγηματικό χαρακτήρα των σκηνών, και αντιμετωπίζει το κείμενο ως μια απολύτως ερωτική περιγραφή.
Ο Τάσσος έχει την ευκαιρία να εικονογραφήσει τη μετάφραση του Γεωργίου Σεφέρη το 1965 με επτά ασπρόμαυρες ξυλογραφίες στις οποίες προσπαθεί να αποδώσει με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο το λυρικό κλίμα της ποίησης του Σολομώντα. Χωρίς να μεταχειρίζεται σχεδόν καθόλου τα αφηγηματικά στοιχεία από το κείμενο εικονογραφεί το ερωτικό σφιχταγκάλιασμα και μεταφέρει όλη τη μαγεία του.
Ο Αλέκος Φασιανός, δίνει έξι εικόνες στις οποίες δεν ξεφεύγει από το ιδιαίτερο μορφοπλαστικό του ιδίωμα με τις ίδιες ανάλαφρες μορφές, τις σχεδόν άυλες, που βασίζονται στην αέρινη γραμμή του σχεδίου του. Χωρίς να τονίζει ιδιαίτερα τα αισθησιακά χαρακτηριστικά, ο τρόπος που επικοινωνούν οι μορφές στη ζωγραφική επιφάνεια δείχνει με ουσιαστικό τρόπο το δεσμό ανάμεσά τους, την ερωτική έλξη, τη συνάντηση τους, την βαθύτερη ένωσή τους.
Η Ρένα Ανούση-Ηλία επιβάλλει με την εικονογράφησή της ένα καθαρά ονειρικό κλίμα, χωρίς να μένει στα επιμέρους αφηγηματικά στοιχεία του κειμένου. Βασικό χαρακτηριστικό των παραστάσεων η σχεδιαστική οξύτητα και ο περιορισμός της πλαστικής απόδοσης, που δίνουν τη δυνατότητα στην καλλιτέχνη να αποδώσει το περιεχόμενο μεταφέροντας με λυρισμό και εκφραστικότητα τις μορφές της.
Ο Γιάννης Κυριακίδης αντίθετα δίνει οκτώ ξυλογραφίες σε όρθιο ξύλο σε ένα κλίμα που βρίσκεται ανάμεσα στο ερωτικό περιεχόμενο και στη θεολογική ερμηνεία. Ο χαράκτης παραπέμπει πολύ περισσότερο στην εσωτερικότητα της ερωτικής σχέσης παρά στα καθαρά εξωτερικά στοιχεία της ένωσης των δύο φύλων. Αποφεύγει συνειδητά και ολοκληρωτικά την απόδοση των μορφών στη γυμνότητά τους και επιμένει περισσότερο σε άλλα χαρακτηριστικά που αποδεικνύουν ένα έρωτα ο οποίος βασίζεται στην ψυχική επικοινωνία και όχι στην ερωτική ένωση
Πιο πρόσφατη εικονογράφηση είναι αυτή του Τάκη Κατσουλίδη για τη μετάφραση του Γιώργου Παπαδόπουλου το 2007. Όπως και στις περισσότερες από τις άλλες περιπτώσεις, ο Κατσουλίδης επιλέγει έναν καθαρά ερωτικό χαρακτήρα για τις παραστάσεις που δίνει. Χωρίς εξόφθαλμες και εξαντλητικές περιγραφές του γυμνού γυναικείου σώματος ο καλλιτέχνης αποδίδει το περιεχόμενο επιμένοντας σε έναν υπολανθάνοντα ερωτισμό, περισσότερο υπαινισσόμενος παρά αποκαλύπτοντας.