Οι εγχάρακτες παραστάσεις «πολυκώπων» πλοιαρίων στα πρωτοκυκλαδικά τηγανόσχημα σκεύη έχουν προκαλέσει διχογνωμία σε αρχαιολόγους και ερευνητές: το υπερυψωμένο άκρο των πλοίων αναπαριστά την πλώρη ή την πρύμνη τους; Οι υποστηρικτές της πρώτης άποψης επικαλούνται την κατεύθυνση του ψαριού που βρίσκεται πάνω στο ψηλό τους άκρο. Καμία άποψη όμως δεν στηρίζεται σε μια ναυπηγική ή υδροδυναμική προσέγγιση. Μια τέτοια προσέγγιση εφαρμόζει ο συγγραφέας εξετάζοντας όλα τα μέρη του πλοίου αναλυτικά. Έχοντας πίσω τους παράδοση 4.000 ετών, τα κυκλαδίτικα σκάφη είναι πολύ εξελιγμένα για την εποχή τους. Ασφαλώς όφειλαν να εξυπηρετούν βασικές και διαφορετικές ανάγκες των κατοίκων, πρώτα όμως έπρεπε να ανταποκρίνονται στις συνθήκες ναυσιπλοΐας στο ανεμοδαρμένο Αιγαίο. Εάν δεχθούμε ότι, χάρη στο υπερυψωμένο άκρο του, το πλοίο αντιμετωπίζει τους επικίνδυνα ισχυρούς ανέμους αλλά και τους εκμεταλλεύεται ευνοϊκά για να βελτιώσει την πλεύση του, τότε πρέπει να ταυτίσουμε το χαμηλό άκρο με την πλώρη και το ψηλό με την πρύμνη. Αυτή η απόπειρα των Κυκλαδιτών να τιθασέψουν τους ανέμους προς όφελός τους χάρη σε μια υπερυψωμένη πλατιά επιφάνεια ίσως είναι μια πρώτη χρήση «πανιού» στο Αιγαίο. Όσο για την απεικόνιση του ψαριού, αν δεν είναι παράσταση του θηράματος, τότε θα μπορούσε κάλλιστα να πρόκειται για ανεμοδείκτη, σαν αυτούς που βλέπουμε και σήμερα στις στέγες των σπιτιών της Μυκόνου.