Στο πρώτο μέρος του αφιερώματος στην Αλχημία ερευνάται η σχέση αυτής της επιστήμης με την αρχαία φιλοσοφία και η εξέλιξή της στην αρχαιότητα. Μεταξύ των έργων των αρχαίων φιλοσόφων περιλαμβανόταν πάντοτε και μια  πραγματεία περί Αρχής Μίας, που  έγινε Αρχημία και στη συνέχεια Αλχημία. Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι ο Πλάτων, στον Τίμαιο, μας παρέχει ένα πλήρες έργο αλχημίας. Ωστόσο, η Αλχημία ως όρος και ως πρακτική αναφαίνεται ξαφνικά την περίοδο της πτώσης της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και αναπτύσσεται στο Μεσαίωνα, χωρίς ποτέ να ξεπερνά τα όρια της απόκρυφης διδασκαλίας. Για τους αλχημιστές είχαν σημασία τα σύμβολα, καθώς θεωρούσαν ότι οι εικόνες και τα σύμβολα ενσωμάτωναν τη φύση των ουσιών. Ξεχωριστή θέση κατείχε η αναζήτηση της αιώνιας ζωής διαμέσου των δυνάμεων ή ορισμένων διεργασιών συγκεκριμένων υλικών – όπως η φιλοσοφική λίθος ή η μεταστοιχείωση των αγενών μετάλλων σε χρυσό. Οι αλχημιστές ακολουθώντας τις διδαχές των αρχαίων φυσικών φιλοσόφων προσπαθούσαν να αναπαραγάγουν τις συνθήκες δημιουργίας του κόσμου μέσα στους κλιβάνους τους. Οι αλχημιστικές θεωρίες μεταβιβάστηκαν στους Άραβες και τους δυτικούς συγγραφείς του Μεσαίωνα. Όμως, η Αλχημία έγινε κάποια στιγμή ωφελιμιστική επιστήμη, αποσκοπώντας στην μετατροπή μετάλλων σε χρυσό  ή στην εύρεση  του αρχικού στοιχείου που θα χάριζε την αιώνια νεότητα. Οι άρχοντες χρησιμοποιούσαν τους αλχημιστές για δικό τους όφελος , δίνοντάς τους τη δυνατότητα να έχουν εργαστήρια για τα πειράματά τους αλλά κρατώντας τους ως ομήρους.