Στις αρχές του 19ου αιώνα, η συνήθης αντιμετώπιση όσων θεωρούνταν ότι έπασχαν από ψυχικό νόσημα ήταν η παραμονή τους στο οικογενειακό περιβάλλον, ο εγκλεισμός σε μοναστήρια ή σε νοσοκομεία των κοινοτήτων. Μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, η συζήτηση γύρω από την αντιμετώπιση των φρενοβλαβών οδήγησε στην ψήφιση του πρώτου σχετικού νόμου, το 1862, για την ίδρυση κρατικού φρενοκομείου, όπου υπήρξε και η πρώτη στατιστική για τους ψυχικά ασθενείς στη χώρα. Παρά το νόμο, δεν υπήρξε καμιά δημόσια πρωτοβουλία, ενώ η ενσωμάτωση των Ιονίων νήσων (1864) πρόσφερε στη δημόσια υγεία δύο φρενοκομεία, της Κέρκυρας και της Κεφαλονιάς, τα οποία είχαν ιδρυθεί τη δεκαετία του 1840.
Το 1880, ο χιώτης έμπορος Ζώρζης Δρομοκαΐτης κληροδότησε ένα σημαντικό ποσό για την ίδρυση φρενοκομείου στην Αθήνα. Η νέα πρόταση που έφερε το Δρομοκαΐτειο, εκείνη του εγκλεισμού και της επιστημονικής νοσηλείας των φρενοβλαβών, έγινε δεκτή με δυσπιστία, λόγω των ισχυρών προϋπαρχόντων αντιλήψεων και λόγω της αρνητικής παράδοσης του θεσμού στη Δυτική Ευρώπη. Το αποτέλεσμα ήταν η εισαγωγή μικρού αριθμού ασθενών, επιλεγμένων με βάση κυρίως κοινωνικά και όχι επιστημονικά κριτήρια. Τα δεδομένα αυτά, σε συνδυασμό με τις εγγενείς αδυναμίες της ψυχιατρικής, οδήγησαν σύντομα στην αποχώρηση ενός μεγάλου αριθμού ασθενών. Παράλληλα, η ενίσχυση του φιλανθρωπικού του χαρακτήρα οδήγησε στη σταδιακή αύξηση του αριθμού των απόρων, συμβάλλοντας στη σταδιακή μετατροπή του σε άσυλο.