Στα χρόνια ίδρυσης του νεοσύστατου κράτους, η κοινότητα στόχων ανάμεσα στο Πανεπιστήμιο και την Αρχαιολογική Υπηρεσία οδήγησε στον εναγκαλισμό τους. Το πρόγραμμα του Αρχαιολογικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στοχεύει κατά μεγάλο μέρος στην προετοιμασία των φοιτητών για τη διπλή επαγγελματική τους ιδιότητα ανάμεσα στην Αρχαιολογική Υπηρεσία και τη Μέση Εκπαίδευση. Ο διαχωρισμός του αντικειμένου σε προϊστορική, κλασική και βυζαντινή αρχαιολογία διατηρεί στεγανά που εμποδίζουν την επικοινωνία ιδεών, μεθόδων και τεχνικών μεταξύ τους. Αρχαιολογική θεωρία και μέθοδος κατακερματίζονται. Το κενό καλούνται να καλύψουν μαθήματα όπως η μουσειολογία, η αρχαιομετρία, η χρήση των υπολογιστών στην αρχαιολογία κ.ά.
Το περιεχόμενο των αρχαιολογικών μαθημάτων διαμορφώνει την αρχαιολογική συγκρότηση όσων καταφέρουν να περάσουν τη στενή πύλη της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Η φυσιογνωμία της αρχαιολογικής έρευνας όμως καθορίζεται και από την ίδια την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Η σχέση είναι αμφίδρομη. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελούν οι εισαγωγικές εξετάσεις στον κλάδο. Στα θέματα των εξετάσεων δεν περιλαμβάνεται κανένα που να σχετίζεται με τη θεωρία ή τη μέθοδο της αρχαιολογίας, εφόδια απαραίτητα στο πεδίο, αποκλείοντας έτσι την ελληνική αρχαιολογία από τη διεθνή θεωρητική συζήτηση. Πλήρως απουσιάζουν ερωτήσεις σε θέματα όπως η βιοαρχαιολογία, η αρχαιολογία του περιβάλλοντος, η καταγραφή και τεκμηρίωση ανασκαφών κ.ά. που οι φοιτητές στη Θεσσαλονίκη διδάσκονται. Η σχεδόν «φετιχιστική» εμμονή με τα αντικείμενα-πράγματα ή με τον κλασικό πολιτισμό διατρέχει όλα τα θέματα. Η επιλογή των θεμάτων των εξετάσεων της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας προκαταλαμβάνει κάθε προσπάθεια σπουδών που αναζητούν διαφορετικές περιοχές. Αν ο φαύλος κύκλος δεν σπάσει, οι δυο χώροι θα λειτουργούν ασύμπτωτα και η προοπτική αυτή είναι δυσοίωνη για το μέλλον και των δυο.