Κάθε θρησκεία είναι ολιστική και βασίζεται στην θεμελιώδη παραδοχή ότι η πραγματικότητα είναι μια ενιαία οντότητα με επίκεντρο το θείο (θεϊκό) στοιχείο γύρω από το οποίο εξακτινώνονται όλα τα άλλα στοιχεία (ανθρώπινο και κοσμικό, έμψυχο ή άψυχο, έλλογο και άλογο). Η ζωή ανήκει στον θεϊκό παράγοντα της πραγματικότητας που καθορίζει τον ρυθμό των όντων σε όλη την κλίμακα της ύπαρξής τους. Καθένα εντάσσεται και υποτάσσεται στον κύκλο της ζωής και του θανάτου που καθορίζεται από το θείο στοιχείο. Ο άνθρωπος δεν δικαιούται να διαταράξει τον κύκλο της ζωής, γι’ αυτό απαγορεύεται ο φόνος («ου φονεύσεις») τόσο του άλλου ανθρώπου (δολοφονία) όσο και του ίδιου του εαυτού μας (αυτοκτονία). Η αυτοδιάθεση της ζωής (άρα και του θανάτου) φαντάζει ως ανταρσία του ανθρώπινου απέναντι στο θεϊκό στοιχείο, γι’ αυτό καταδικάζεται ως σοβαρή διατάραξη της ζωτικής αρμονίας του σύμπαντος.
Εξαιτίας του ολισμού της η θρησκεία αρνείται στον άνθρωπο το νεωτερικό δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του σώματός του. Η ζωή είναι τόσο πολύτιμο αγαθό και σε τέτοιο βαθμό στενά συνδεδεμένη με το θεϊκό στοιχείο που παραμένει κατά την πιστεύουσα συνείδηση η πηγή της ζωής, ώστε κάθε ανθρώπινη παρέμβαση σε βάρος της ζωής εκλαμβάνεται αυτόματα και αυτόχρημα σαν προσβολή του θείου, αφού εξισώνονται το ζωτικό και το θεϊκό φαινόμενο. Η αφαίρεση ανθρώπινης ζωής με οποιοδήποτε τρόπο κι αν συμβεί καταδικάζεται απερίφραστα, γι’ αυτό η θρησκευτική παράδοση οριοθετεί αυτήν την κατηγορηματική κατάφαση της ζωής με σειρά απαγορευτικών μέτρων όπως καταφαίνεται στην περίπτωση του αυτόχειρα που εξαιρείται της εκκλησιαστικής κηδείας (ταφή, μνημόσυνα, τρισάγια).