Το άρθρο αυτό επιχειρεί να παρουσιάσει και να σχολιάσει όψεις του βυζαντινού έρωτα και κυρίως του ερωτικού λόγου κατά τη βυζαντινή περίοδο έως τον 12ο αιώνα.
Αν και οι δυσκολίες να μιλήσουμε για το θέμα αυτό είναι αρκετές, οι υπάρχουσες πηγές επιτρέπουν να καταγράψουμε την ποικιλία των ερωτικών σχέσεων και την (μάλλον ανεπιτυχή) προσπάθεια κατασταλτικής ρύθμισής τους από την πολιτεία και τη χριστιανική εκκλησία. Η επιφυλακτική έως αρνητική στάση προς τον έρωτα (και τον γάμο) ταιριάζει στο ευρύτερο πνευματικό κλίμα της ύστερης αρχαιότητας και έτσι από τον 6ο αιώνα ο ερωτικός λόγος εκλείπει. Η γλώσσα του σωματικού έρωτα μεταφέρεται και χρησιμοποιείται πλέον στον θεολογικό λόγο, για να δηλώσει τη θρησκευτική εμπειρία και ειδικότερα για να παραστήσει τη σχέση του Θεού με τον άνθρωπο. Αν στο ανθρώπινο επίπεδο ο έρωτας δεν περιγράφεται ως ‘καθαρό’ συναίσθημα και δεν ξεχωρίζει από την ερωτική πράξη, στην θεολογική γραμματεία και στη μυστική ποίηση ο θείος έρωτας νικά τη διάθεση για σωματική ένωση. Στην ασκητική ζωή η επιθυμία ξεπερνιέται με την απάθεια, τη νέκρωση των παθών, ώστε ο αληθινός έρωτας ως ενδιάθετη ορμή που είναι να στραφεί προς τον Θεό.