Η λέξη γενίτσαρος ή γενίτσαροι είναι μία έννοια που, ουσιαστικά, δηλώνει ένα ξεκάθαρο ιδεολογικό και θρησκευτικό προφίλ ανθρώπου. Οι γενί-τσερί, νέοι στρατιώτες, είναι οι στρατιώτες υπεράσπισης της εξουσίας κυρίως θρησκευτικής.
Κατά την εγκυκλοπαίδεια Encarta οι janissary είναι τούρκοι (sic) στρατιώτες που αποτελούσαν την προσωπική φρουρά του σουλτάνου από τον 14ον έως το 1826. Οι Janissaries προήρχοντο κυρίως από τους χριστιανούς των Βαλκανίων.
Ακόμη είναι οι φανατικοί, οι αφοσιωμένοι οπαδοί και οι υποστηρικτές που αναφέρεται και σε μία άλλη (θρησκευτική) άποψη όπου γενίτσαρος (janizary) είναι ο οπαδός ή ο υποστηρικτής σύμφωνα με το Forthright’s Phrontistery.
Aκόμη, σύμφωνα με το Λεξικό της Οξφόρδης, οι γενίτσαροι αποτελούν την προσωπική φρουρά του σουλτάνου καθώς και μέρος του τακτικού στρατού. Το σώμα των γενιτσάρων οργανώθηκε τον 14ον αιώνα και είχε δυναμική μέχρι και τον 16ον αιώνα μέσα από το παιδομάζωμα των χριστιανών, ενώ στην συνέχεια από τους μουσουλμάνους της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Διαλύθηκε το 1826 από τον τακτικό στρατό.