Χριστιανισμός και ερωτισμός είναι δύο έννοιες που δύσκολα συμβιβάζονται μεταξύ τους. Ο χριστιανισμός θεωρούσε τη σωματική έλξη, την ηδονή, την απόλαυση απαγορευμένες ακόμη και στα πλαίσια του γάμου, ο οποίος ως θεσμός έπρεπε να εξυπηρετεί κυρίως τη διαιώνιση του είδους και κατά δεύτερο λόγο να αποτελεί νόμιμη διέξοδο στις σεξουαλικές ορμές.
Η Εκκλησία από την πρώιμη περίοδο έκανε τα πάντα για να εξουδετερώσει τον ερωτισμό. Στην προσπάθειά της κατέφυγε σε υπερβολές, χωρίς να καταφέρει να απαλλαγεί από συμπεριφορές στον σεξουαλικό τομέα που αντιστοιχούσαν περισσότερο στην ανθρώπινη φύση παρά σε ασκητικούς και εκκλησιαστικούς κανόνες.
Ο ερωτισμός από την άλλη, προσπάθησε να υπερβεί τις αντιστάσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας μέσα από τη λογοτεχνία και την πραγματική ζωή. Η ερωτική λογοτεχνία βοηθά να κατανοήσουμε τους τρόπους με τους οποίους οι Βυζαντινοί εξέφραζαν τις αντιλήψεις τους για τον έρωτα. Την εικόνα αυτή συμπληρώνουν οι διάφορες νομοθετήσεις για την γενετήσια ηθική, οι Βίοι των αγίων και κάθε είδους ψυχωφελή κείμενα που απέβλεπαν στη νουθεσία των πιστών.
Το Κράτος, και περισσότερο, η Εκκλησία, θέλησαν να ελέγξουν τη δημόσια και ιδιωτική ζωή. Στους νόμους και τους εκκλησιαστικούς κανόνες καταγράφονται ποικίλου τύπου αμαρτήματα της σάρκας που αποτελούν χωριστές κατηγορίες αξιόποινων πράξεων.
Σε αντίθεση με τα συνήθως θρυλούμενα για το Βυζάντιο, προκύπτει από τις πηγές ότι αυτό υπήρξε μία ανεκτική σε θέματα ερωτισμού για την εποχή του κοινωνία, η οποία κατόρθωνε να συνδυάζει την πνευματικότητα και τη λατρεία προς το θείον με τον εγκόσμιο έρωτα, διαμορφώνοντας το γνώριμό μας «συναμφότερον» μεταξύ ερωτισμού και ορθοδοξίας.