Η ιστορική αναδρομή στη βιομηχανία στην Ελλάδα κινείται ανάμεσα στο 1860 και το 1920. Από τον πρώτο της κύκλο που κλείνει μαζί με τον 19ο αιώνα, η ελληνική βιομηχανία προσανατολίζεται στην ελαφρά βιομηχανία καταναλωτικών αγαθών. Κύριοι βιομηχανικοί κλάδοι είναι οι αλευρόμυλοι, οι βιομηχανίες βάμβακος, η βυρσοδεψία, η μεταλλουργία. Λίγες μονάδες βαριάς βιομηχανίας, κυρίως μηχανουργεία, βρίσκονται στον Πειραιά, την Ερμούπολη, το Βόλο, βιομηχανικά κέντρα μαζί με την Πάτρα, την Καλαμάτα και την Κέρκυρα. Οι περισσότερες βιομηχανικές επιχειρήσεις έχουν περιορισμένα κεφάλαια κίνησης και πενιχρή τραπεζική χρηματοδότηση. Αρκετές πτωχεύουν. Η κυβερνητική πολιτική ακολουθεί τις αρχές του ελεύθερου συναγωνισμού. Οι διαμάχες για τον προστατευτισμό που άρχισαν τη δεκαετία του 1840 κορυφώνονται στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα. Στον εκσυγχρονισμό της βιομηχανίας συμβάλλει η ίδρυση της (γαλλικής) «Ελληνικής Ηλεκτρικής Εταιρείας». Ως το 1915-1920 το σιδηροδρομικό δίκτυο και οι αμαξιτοί δρόμοι έχουν επεκταθεί σημαντικά. Προσαρτήθηκαν νέα βιομηχανικά κέντρα, η Θεσσαλονίκη, η Νάουσα, η Μυτιλήνη. Είναι η μόνη περίοδος (1913-1924) που η ελληνική βιομηχανία διαθέτει αρκετά κεφάλαια. Έτσι αναπτύσσεται το δεύτερο κύμα εκβιομηχάνισης. Η βιομηχανία όμως συγκεντρώνεται στα εδάφη της Παλιάς Ελλάδας.
Η εκβιομηχάνιση στην Ελλάδα, αρχίζοντας έναν αιώνα αργότερα από την έναρξη της βιομηχανικής επανάστασης, επιμηκύνει την έρευνα ως το 1920. Οι εκτεταμένες καταστροφές του αστικού περιβάλλοντος, τα κενά της έρευνας, τα χάσματα των πηγών απαιτούν τη συνεργασία όλων των ειδικοτήτων. Η βιομηχανική αρχαιολογία αναδεικνύει τον κοινωνικό χαρακτήρα των μνημείων. Με ανάλογους προβληματισμούς συστάθηκε η διεπιστημονική «Εταιρεία βιομηχανικής αρχαιολογίας και προστασίας βιομηχανικής κληρονομιάς της Ελλάδας».