Η αρχαία ελληνική λογοτεχνία και τέχνη αποτελούν συμβατικά συστήματα αναπαράστασης της πραγματικότητας. Ως τέτοια, μεταβλήθηκαν παρακολουθώντας την ανάπτυξη της γνώσης και την εξέλιξη των πολιτικών και κοινωνικών συστημάτων. Το πέρασμα από αρχές μυθολογικές σε κατασκευές πιο λογικές, από τα ολιγαρχικά πολιτεύματα στη δημοκρατία, στην τέχνη και στη λογοτεχνία εκφράζεται με το πέρασμα από τις αυστηρές συμβάσεις του έπους ή της γεωμετρικής τέχνης στο ρεαλισμό ενός ερυθρόμορφου αγγείου, ενός αγάλματος, ενός Μένανδρου. Όμηρος και Μένανδρος υποτάσσουν την προσωπική εμπειρία στη συλλογική πίστη που μεταξύ τους συνυπάρχουν σε αρμονική σχέση. Τα διάφορα στάδια της εξέλιξης όμως προκαλούνται από τη διατάραξη αυτής της ισορροπίας. Στα δύο άκρα της κίνησης από το μυθολογικότερο στο εμπειρικότερο, βρίσκεται τόσο η κλασική τέχνη του 5ου αιώνα όσο και η θεμελίωση της δημοκρατίας από τον Κλεισθένη. Όπως η δημοκρατία προϋποθέτει ένωση και συνεργασία κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων, έτσι και το δράμα συνδυάζει το λόγο, την κίνηση, τη μουσική, την αρχιτεκτονική και τη ζωγραφική για να απευθυνθεί στο σύνολο των πολιτών. Παράλληλα, ο δημόσιος χώρος του θεάτρου συχνά φιλοξενεί και την εκκλησία του δήμου. Ωστόσο, ο ουσιαστικότερος συσχετισμός ανάμεσα στη δημοκρατία και στο δράμα είναι άλλος: στην εκκλησία διαβουλεύονταν για το παρόν και το μέλλον της πόλης, στο θέατρο η τραγωδία αναπαρίστανε το παρελθόν δίνοντάς του κάθε φορά μια νέα εκδοχή και ερμηνεία.