Σε αντιδιαστολή με το φυσικό περιβάλλον, το Σύνταγμα του 1975 ορίζει ως πολιτιστικό περιβάλλον «τα ανθρωπογενή στοιχεία του πολιτισμού και χαρακτηριστικά, όπως αυτά διαμορφώθηκαν από την παρέμβαση και τη σχέση του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον, περιλαμβανομένων των ιστορικών χώρων και της καλλιτεχνικής και πολιτιστικής εν γένει κληρονομιάς της χώρας». Το έννομο αυτό αγαθό, του οποίου την προστασία το Σύνταγμα του 1975 καθιέρωσε και κατοχύρωσε, περιλαμβάνει δύο ενότητες: α) ιστορικούς και αρχαιολογικούς χώρους και β) κτήρια που κρίνονται «διατηρητέα» και οικισμούς «παραδοσιακούς». Όταν ένας χώρος χαρακτηριστεί με υπουργική απόφαση ιστορικός και αρχαιολογικός, στην ατομική ή μη ιδιοκτησία που βρίσκεται μέσα στον χαρακτηρισμένο χώρο τίθενται αμέσως περιορισμοί που φτάνουν ως την απαλλοτρίωση. Για οικοδομήματα παλαιότερα του 1830 ή μεταγενέστερα που όμως συνδέονται με ιστορικά πρόσωπα ή χαρακτηρίζονται ως έργα τέχνης, χρειάζεται άδεια της Διοίκησης για οποιαδήποτε οικοδομική εργασία ή επισκευή. Οι περιορισμοί έχουν οικονομικό αντίκτυπο για τον ιδιοκτήτη που καλείται να καλύψει τα έξοδα. Αν όμως ο δικαστής κρίνει ότι αυτά ξεπερνούν ένα εύλογο ποσό, το Σύνταγμα επιτρέπει στον ιδιοκτήτη να απαιτήσει τη συμμετοχή του Δημοσίου. Τέλος, από το 1986 μια σειρά αποφάσεων του ΣτΕ έφερε στην επιφάνεια τη δυνατότητα που έδινε στον ιδιοκτήτη άρθρο του κωδικοποιητικού νόμου 5351/32 να ανακτήσει το ακίνητό του αν, σε αίτησή του για απαλλοτρίωση, η Διοίκηση έμενε άπρακτη επί διετία. Το Σύνταγμα του 1975 όμως επεκτείνει την υποχρέωση του Κράτους για αυξημένη προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος εις το διηνεκές.