Πρόκειται για την εικόνα της Παναγίας Βρεφοκρατούσας «Οδηγήτριας» που βρίσκεται στο Μουσείο Μπενάκη (αρ. 3018). Ο Ξυγγόπουλος που δημοσίευσε το 1936 τον κατάλογο των εικόνων του Μουσείου πίστευε ότι ανήκε στο α΄ μισό του 17ου αιώνα και ότι προερχόταν από το περιβάλλον του Εμμ. Λαμπάρδου. Στο πίσω μέρος της εικόνας με λατινικά γράμματα υπάρχει ο αριθμός 1623. Η υπέρυθρη φωτογράφιση αποκάλυψε τις φυσικές και μηχανικές φθορές αλλά και θέματα τεχνικής σχετικά με τα λάμματα, τη γραφή της πτυχολογίας, τα «ανοίγματα» και το λαμμάτιασμα με χρυσοκονδυλιά γύρω από το λαιμό της Παναγίας και το μανίκι του Χριστού. Η υπεριώδης φωτογράφιση πληροφόρησε για το βερνίκι και για κάποιες επιζωγραφίσεις. Το στερεοσκοπικό μικροσκόπιο εκλέπτυνε τις πληροφορίες. Μετά τον καθαρισμό στο πρόσωπο της Παναγίας φάνηκε ότι ο ζωγράφος χρησιμοποίησε πινελιές κόκκινου χρώματος, καθαρό κιννάβαρι, στη μία πλευρά των σαρκωμάτων για λόγους φωτοσκίασης. Φάνηκε επίσης ότι στο χρύσωμα χρησιμοποίησε φύλλα χρυσού ασυνήθιστα μικρής διάστασης (6 εκ.) και ότι χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος με το ρακί ή αυτή του «κολλητικού της λινοκοπίας» χωρίς αμπόλι. Στη συνέχεια, με τομές στη ζωγραφική επιφάνεια σε μεγέθυνση στις 200 φορές φάνηκε η δομή των χρωματικών στρωμάτων, η σύνθεση των κόκκων του χρώματος και η χρωματική τους πυκνότητα. Τομές έγιναν από το «μαφόριο» της Παναγίας, από το φόρεμα του αριστερού Αγγέλου, από το δεξί χέρι της Παναγίας και από το ιμάτιο του Χριστού. Από τις έρευνες προέκυψε και ότι ο ζωγράφος χρησιμοποίησε στην παλέτα του σε μεγάλη ποσότητα το ονομαζόμενο «στουπέτσι».