Από τη μυκηναϊκή περίοδο με τους θολωτούς τάφους κτισμένους με το εκφορικό σύστημα και πολυτελή, λαξευτή τοιχοποιία, ξεχωρίζουν οι «θησαυροί» του Ατρέα στις Μυκήνες και του Μινύου στον Ορχομενό της Βοιωτίας. Από τη γεωμετρική εποχή ως το τέλος του 4ου αιώνα π.Χ., την αγάπη και το σεβασμό προς τους νεκρούς μαρτυρούν τα υπέργεια ταφικά μνημεία: τα γεωμετρικά αγγεία του Διπύλου, επιτύμβιοι κούροι και κόρες, τα επιτύμβια ανάγλυφα, οι αττικές στήλες, οι λευκές λήκυθοι, τα ναόσχημα κτίρια. Τον 4ο αιώνα, στη Μικρά Ασία ανεγείρονται επιβλητικά ταφικά μνημεία με λαμπρότερο το Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού (350 π.Χ.). Πρότυπά του υπήρξαν το «Μνημείο των Νηρηίδων» στην Ξάνθο της Λυκίας (περίπου 400 π.Χ.) και το «Ηρώον του Γκιούλμπασι» στην ίδια περιοχή. Μεταγενέστερος είναι ο γνωστός ως «Λιοντάρι της Κνίδου» (350 π.Χ.) τάφος και ο τάφος στα Μύλασα (315 π.Χ.). Ο τύπος των μακεδονικών τάφων χαρακτηρίζεται από υπόγειο θολωτό θάλαμο που στεγάζεται με κυλινδρική καμάρα και από ναόσχημη πρόσοψη που διακοσμείται με ιδιαίτερη φροντίδα. Εκτός από τους βασιλικούς τάφους της Βεργίνας που ανακαλύφθηκαν πρόσφατα, διατηρείται ο τάφος των Λευκαδίων κοντά στη Νάουσα (μέσα του 2ου αι. π.Χ.) και ο τάφος της Βεργίνας του Κ. Ρωμαίου. Οι μνημειώδεις τάφοι και τα μαυσωλεία της ρωμαϊκής εποχής (τάφοι του Αυγούστου και του Αδριανού) είχαν περίκεντρη διάταξη και αυτός ο τύπος των ταφικών κυκλικών κτισμάτων εξαπλώθηκε και στις επαρχίες της αυτοκρατορίας. Στην Ανατολή εμφανίζονται μαυσωλεία και ναόσχημοι τάφοι (Ρώμη, Τερμησσός, Haidra), ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ταφικά μνημεία της Πέτρας. Η πρώιμη χριστιανική εποχή των διωγμών χαρακτηρίζεται από τις κατακόμβες και τα «μαρτύρια», τους τάφους των μαρτύρων. Με την επικράτηση του χριστιανισμού, τα «μαρτύρια» διαμορφώνονται σε περίκεντρα ή σταυρικά μεγαλοπρεπή κτίρια, ενώ παράλληλα αρχίζουν να κτίζονται τα χριστιανικά μαυσωλεία. Το σημαντικότερο τέτοιο ταφικό μνημείο είναι ο Πανάγιος Τάφος με την εκκλησία της Ανάστασης στα Ιεροσόλυμα. Τα καλύτερα δείγματα στη Ρώμη αποτελούν το Μαυσωλείο της Αγίας Ελένης, της Αγίας Κωνσταντίας και του San Stefano Rotondo. Το μαυσωλείο του Κωνσταντίνου σε άμεση επικοινωνία με το ναό των Αγίων Αποστόλων στην Κωνσταντινούπολη μαρτυρεί την τάση της ενσωμάτωσης των άλλοτε αυτόνομων κυκλικών κτιρίων στα θρησκευτικά συγκροτήματα. Στη Δύση συνεχίζεται ο τύπος του αυτόνομου κυκλικού μαυσωλείου στο μαυσωλείο του Θευδέριχου στη Ραβέννα (526) και στους τάφους των βασιλέων Χλοδοβίκου και Χιλδεβέρτου στο Παρίσι (6ος αι.). Ωστόσο, ιδιαίτερα τον 10ο και 11ο αιώνα, παρατηρείται εντυπωσιακή διάδοση του τύπου της ενσωματωμένης ροτόντας σε αρχιτεκτονικό συγκρότημα. Στη βυζαντινή περίοδο (867-1453) δεν υπάρχουν μεγάλα ταφικά μνημεία. Μόνο στα όψιμα χρόνια της εμφανίζονται τα ταφικά παρεκκλήσια εικονογραφημένα με την Ανάσταση των νεκρών. Διακρίνονται τα ταφικά παρεκκλήσια της Μονής της Χώρας (1313) και της Μονής Παμακαρίστου (1310) στην Κωνσταντινούπολη. Στους νεότερους χρόνους, το 1837 ιδρύεται το Α´ Νεκροταφείο της Αθήνας και αναδεικνύεται σε γλυπτοθήκη του 19ου αιώνα. Στην επιτύμβια αρχιτεκτονική και γλυπτική κυριαρχούν τα αρχαιοπρεπή θέματα. Τύπο «μαυσωλείου» επιδιώκουν να αποκτήσουν τα νεοκλασικά μνημεία του τύπου των μονόπτερων ναΐσκων (τάφοι Σλήμαν, Κούππα, Πιπινέλη, Ζωγράφου κ.ά.).