Ξεπερνώντας τον χρηστικό ρόλο της κεραμοσκεπής, τα ακρωτήρια στις γωνίες των αετωμάτων διακοσμούσαν τα ακραία μέρη της στέγης με θέματα φυτικά, με ζώα ή με μυθικά προσωπεία. Η επιφάνειά τους ήταν συνήθως ζωγραφιστή με εναλλαγές μαύρου και κόκκινου χρώματος. Η απόδοση των φυτικών σχεδίων, φύλλων λωτού, ακάνθου, φοίνικα, αμπέλου, ανθέμιου χαρακτηρίζουν τις περιόδους της αρχαιότητας. Η χρήση των ακροκεράμων επανέρχεται με το κίνημα του Νεοκλασικισμού στην Ευρώπη τον 19ο αιώνα. Το κίνημα μεταφυτεύεται στην Ελλάδα από τους Βαυαρούς και το ακροκέραμο γίνεται το σήμα κατατεθέν της ελληνικής νεοκλασικής αρχιτεκτονικής. Φτιαγμένα για σπίτια κάθε τάξης από τα κεραμοποιεία του Δ. Σαρρή, που συνεργαζόταν με τον Τσίλλερ, του Α. Νάστου, του Στ. Μπουρίτη κ.ά., τα ακροκέραμα, αν δεν πληρούν τις αρχαίες προδιαγραφές της αρχιτεκτονικής εναρμόνισης, διαθέτουν μιαν αυθύπαρκτη ομορφιά κι ευαισθησία.