Στην απτή πραγματικότητα ενός συγκεκριμένου μουσειακού περιβάλλοντος, η επικοινωνία συντελείται στο πλαίσιο της ταυτότητας του μουσείου. Η διαδεδομένη έννοια της επικοινωνίας με τους τρεις παράγοντες, πομπός-μήνυμα-δέκτης, στην περίπτωση των μουσείων δεν παραλείπει μόνο την κριτική δράση των επισκεπτών αλλά αγνοεί την τοποθέτηση των αντικειμένων στην έκθεση, δηλαδή την παρέμβαση τουλάχιστον του επιμελητή. Οι επισκέπτες τείνουν να εκλαμβάνουν το μουσείο και τις εκθέσεις του ως ένα περιβάλλον ουδέτερο, «αντικειμενικό». Αλλά τα εκθέματα δεν «μιλούν από μόνα τους», η αναζήτηση μιας αντικειμενικής πραγματικότητας δεν χωράει πια ούτε στα μουσεία. Οι επισκέπτες άλλωστε «βλέπουν ό,τι εκείνοι θέλουν να δουν». Χρειάζεται, επομένως, η βαθύτερη κατανόηση των ανθρώπων για να ερμηνευτεί η επιτυχία μιας έκθεσης.
Είναι το μουσείο «ένα ίδρυμα ανοικτό στο κοινό»; Είναι το κοινό ενιαίο; Πως επηρεάζεται η συμπεριφορά των επισκεπτών από τη σχέση αλληλεξάρτησης ανάμεσα στην αρχιτεκτονική του μουσείου και τα εκθέματα;
Η κοινωνική και οικονομική βιωσιμότητα του θεσμού του μουσείου δεν εξασφαλίζεται πλέον από ένα απομονωμένο κέντρο έρευνας και συντήρησης, στα όρια ενός αυτο-αναφορικού ακαδημαϊσμού. Είναι πράγματι τα μουσεία ιδρύματα που υπηρετούν την κοινωνία ή μήπως υπηρετούν αποκλειστικά τις συλλογές τους; Απαιτείται μια ουσιαστικότερη γνωριμία του κοινού, επισκεπτών και μη, όπως και ένας βαθύτερος προβληματισμός γύρω από τη σημασία που μπορεί να έχουν οι συλλογές για το κοινό. Η σύγχρονη πρόκληση δεν εξαντλείται στην προσέλκυση επισκεπτών. Αντίθετα, η πρόκληση έγκειται στην ποιότητα της εμπειρίας που προσφέρει ο μουσειακός χώρος.