Το Μουσείο παιχνιδιών (Spielzeugmuseum) στη Νυρεμβέργη έδωσε το 1978 στο συγγραφέα το ερέθισμα να στήσει στη γενέτειρά του ένα μουσείο αντίστοιχο. Έτσι ξεκίνησε τη συλλογή του. Πάνω από έξι χιλιάδες παιχνίδια καλύπτουν το χρονικό φάσμα από το β΄μισό του 19ου αιώνα έως και τις αρχές της δεκαετίας του 1960. Γνώμονας στο στήσιμο της συλλογής ήταν η ανάδειξη της ελληνικής πραγματικότητας. Από το αστικό και μεγαλοαστικό παιχνίδι έως το ευτελές πανηγυριώτικο ή αυτοσχέδιο παιχνίδι εικονογραφείται όλη η κοινωνική διαστρωμάτωση με τη συναφή ιδεολογία. Γύρω από τη δυαδικότητα αγορίστικο – κοριτσίστικο παιχνίδι αρθρώνονται οι θεματικές ενότητες. Ιδιαίτερη έμφαση έχει δοθεί στα τρένα, αυτοκίνητα και καράβια, ενώ πολυάριθμες ομάδες απαρτίζουν τα τσίγκινα λιθόγραφα και τα κουρδιστά παιχνίδια, οι κατασκευές, οι μαριονέτες κ.ά. Οι λαϊκές αυτοσχέδιες κατασκευές και τα παραδοσιακά παιχνίδια του δρόμου από τη Λήμνο κατέχουν ξεχωριστή θέση. Για την πληρέστερη τεκμηρίωσή του, το παιχνίδι έχει αναζητηθεί σε παλιά χαρακτικά, ζωγραφικά έργα, καρτ-ποστάλ, φωτογραφικές αποτυπώσεις και σε κείμενα. Συμπληρωματική της ιστορίας των παιχνιδιών, η ιστορία του παιδικού βιβλίου εκπροσωπείται από εκατοντάδες παλιά παιδικά βιβλία, κάποια σε εξαιρετικά σπάνιες εκδόσεις. Το μουσείο στη Λήμνο οφείλει πολλά στους «δωρητές ψυχής» που αποχωρίστηκαν και δώρισαν τα δικά τους παιχνίδια. Δυο βασικές αρχές διέπουν τα σχέδια για το Μουσείο: α) να μην υποβαθμιστεί ο θαυμαστός κόσμος του παιδικού παιχνιδιού σε άψυχα μουσειακά εκθέματα, β) το παιχνίδι να είναι σταθερά παρόν στην ευρύτερη έννοιά του ως κινητήριου παράγοντα για τη δημιουργία πολιτισμού, άποψη που εικονογραφείται ανάγλυφα στο βιβλίο του Χουιζίνγκα Homo Ludens.