Κοινό δημιούργημα του ανθρώπου και της φύσης, ομοιογενές σύνολο ιστορικού, κοινωνικού και τεχνικού ενδιαφέροντος, οι αλυκές αποτελούν μνημείο παραδοσιακής-τεχνολογικής κληρονομιάς. Τη συστηματική παραγωγή αλατιού στη Λευκάδα οργάνωσαν οι φράγκοι ηγεμόνες της Κάρολος Α΄ Τόκκος και η σύζυγός του Φραγκίσκα Ατζαγιόλι. Οι πρώτες αλυκές ήταν στη λιμνοθάλασσα που εκτείνεται ανάμεσα στο φρούριο Αγία Μαύρα και το Porto Drepano. Η κατασκευή τους τοποθετείται λίγο πριν το 1415, οπότε για πρώτη φορά αναφέρεται φόρτωση αλατιού σε πλοία της Ραγκούσας. Με την κατάληψη της Λευκάδας από τους Ενετούς το 1684, οι φράγκικες αλυκές επεκτάθηκαν και νέες οργανώθηκαν κοντά στο λιμάνι Δρέπανο.
Η επιλογή των θέσεων των αλυκών ήταν μελετημένη και η οργάνωση των σταδίων παραγωγής, που περιγράφονται αναλυτικά, υποδειγματική. Η μεταφορά του αλατιού από τις αλυκές στα πλοία γινόταν με τα μονόξυλα. Οι αλυκές εκμισθώνονταν σε πρόσωπα προσκείμενα στην ενετική κυβέρνηση. Η παραγωγή τους έφτανε τους 3-4 τόνους το χρόνο. Το μεγαλύτερο ποσοστό πήγαινε στις αποθήκες μονοπωλίου της Βενετίας ή της Κέρκυρας και το υπόλοιπο παρέμενε στο νησί για τις ανάγκες των κατοίκων της Λευκάδας, της Πρέβεζας, της Βόνιτσας και της Κεφαλλονιάς. Ο έλεγχος ποιότητας και ποσότητας ήταν αυστηρός και γινόταν από τον τοπικό Προνοητή (Provveditore staordinario). Για να ασκεί καλύτερο έλεγχο, η ενετική κυβέρνηση υποχρέωνε το μισθωτή να υποβάλλει αναλυτικά σχέδια των εγκαταστάσεων των αλυκών, σχεδιασμένα από τον εκάστοτε διορισμένο κρατικό υπάλληλο-τοπογράφο (agrisimentor publico). Ιδιαίτερη αξία έχουν τα σχέδια (1725) του agrisimentor publico Spiridion Morazzo που αποτυπώνουν όχι μόνο τις λειτουργίες των αλυκών αλλά και σκηνές από τη ζωή γύρω από αυτές.