Στην ιατρο-φιλολοσοφική παράδοση της ελληνικής και ρωμαϊκής αρχαιότητας αναπτύχθηκε το φυλογενετικό σπέρμα της ψυχικής νόσου. Επρόκειτο για έναν προβληματισμό –σήμερα θα τον λέγαμε ψυχοπαθολογικό– εντός του οποίου, με την επικράτηση του δυϊσμού, θα αναδυθεί η έννοια νόσος της ψυχής, νόσος «σωματική» με επιπτώσεις στην ψυχή ή/και «ψυχική» με επιπτώσεις στο σώμα. Αναπόδραστα, αυτή η πολυσύνθετη διαδικασία προαπαιτούσε μια διττή συνειδητοποίηση: ιατρική (αφού επρόκειτο για νόσο) και φιλοσοφική (αφού ο προβληματισμός αφορούσε την ψυχή). Έτσι, αν και οι λέξεις νόσος, υγεία, ιατρός έχουν πανάρχαιες ρίζες, μόλις κατά την ελληνική κλασική αρχαιότητα αρχίζει να συγκροτείται η ιατρική έννοια της «νόσου του σώματος» και, με αναλογική μεταφορά, να αναδύεται η έννοια της νόσου της ψυχής, που με το διττό περιεχόμενό της θα πάρει, κατά την ελληνιστική εποχή, μια σαφέστερη διατύπωση, για να ολοκληρωθεί μέχρι τον 5ο αιώνα μ.Χ. (με τον Γαληνό και τον Κικέρωνα), ως ψυχική νόσος. Στην πορεία αυτή θέση έχουν τα ιπποκρατικά κείμενα, καθώς επίσης ο αριστοτελισμός και οι πλατωνικοί διάλογοι, ιδιαίτερα ο Φαίδρος και ο Τίμαιος.