Ο Θεόφραστος (372-287 π.Χ.) γεννήθηκε στην Ερεσό της Λέσβου και υπήρξε πιστός μαθητής του Αριστοτέλη. Όταν εκείνος εξορίζεται από την Αθήνα (323 π.Χ.), τον διαδέχεται στο Λύκειο.
Ο Θεόφραστος ήταν άνθρωπος του «πεδίου». Οι γνώσεις του προέρχονται από προσωπικές παρατηρήσεις και έρευνες κοντά σε χωρικούς, γεωργούς και ξυλοκόπους. Όσον αφορά το φυτικό κόσμο, η περιέργεια του Θεόφραστου ήταν καθολική, όπως είναι ολοφάνερο από το περιεχόμενο του έργου του Περί φυτών ιστορία, σε εννέα βιβλία, και Περί φυτών αιτίαι, σε έξι βιβλία.
Η Περί φυτών ιστορία είναι αναμφίβολα καρπός ομαδικής εργασίας. Οι ακριβέστατες πληροφορίες του Θεόφραστου για την αιγυπτιακή ή λιβυκή χλωρίδα λίγη σημασία έχει αν συλλέγησαν από τον ίδιο ή μέσω του Καλλισθένη που ο Αλέξανδρος είχε στείλει σε επιστημονική αποστολή προς τις πηγές του Νείλου. Το ίδιο ισχύει και για την Περσία και την Ινδία. Το βέβαιο είναι ότι οι αναφορές που έφερναν οι ομάδες είχαν συγκροτηθεί με τις δικές του μεθόδους.
Πώς όμως καταφέρνει ο Θεόφραστος να προσδιορίζει τα φυτά με τρόπο που το ευρύτερο κοινό να μπορεί να τα καταλαβαίνει; Για τα εξωτικά φυτά, προσφεύγει είτε σε κοινά ονόματα είτε σε περιφράσεις. Για την ελληνική χλωρίδα επωφελείται κυρίως από την περιγραφικότητα του ονόματος των φυτών: το «αντίρρινον» ονομάστηκε έτσι, εξηγεί ο Θεόφραστος, «επειδή ο καρπός εμφανίζεται σαν να έχει ρουθούνια (ρίνες) μόσχου».
Στο δύσκολο πεδίο της ταξινόμησης, ο Θεόφραστος ακολουθεί την αριστοτελική διάκριση σε γένη και είδη. Διαιρεί τα φυτά σε δένδρα, δενδρύλλια, υπο-δενδρύλλια, ποώδη φυτά, σε καλλιεργούμενα και άγρια είδη, σε χερσαία και υδρόβια είδη.
Με στόφα γνήσιου επιστήμονα, ο Θεόφραστος περιγράφει εξονυχιστικά αυτό που βλέπει χωρίς ούτε να αποσιωπά ό,τι τον φέρνει σε αμηχανία ούτε να προδικάζει ό,τι του διαφεύγει.
Οι επιφυλάξεις του μαρτυρούν πως ο Θεόφραστος είχε συνείδηση πως έκανε έργο πρωτοπόρου αφήνοντας σε άλλους την ολοκλήρωση των βοτανικών γνώσεων τις οποίες εκείνος προήγαγε σε επιστήμη.