Στους αυτοκρατορικούς χρόνους σημειώνεται η μεταβολή των αθλητικών συνηθειών και καταγράφεται η επικράτηση της αγωνιστικής εξάσκησης. Γίνεται λόγος για την έλλειψη σύμμετρης και ελεγχόμενης άσκησης και για τους κινδύνους που αυτή η κατάσταση επιφέρει στη φύση των αθλητών. Διαπιστώνεται η αδυναμία διάγνωσης της σωματικής και ψυχικής συγκρότησης του γυμναζόμενου και συνεπώς η ανικανότητα επιλογής και προσαρμογής των γυμνασίων. Ως απάντηση σε αυτήν την πραγματικότητα επιζητείται από διανοούμενους της εποχής ο επαναπροσδιορισμός της γυμναστικής σε σχέση με την ιατρική και την υγιεινή και προτείνεται η εφαρμογή της υγιεινής τέχνης. Προβάλλεται η θέση ότι μόνο η «κατά φύσιν ευεξία», που διακρίνεται από την αθλητική ευεξία, προφυλάσσει την υγεία. Τονίζεται μάλιστα ότι η περί το σώμα τέχνη, η γυμναστική, πρέπει να αποτελεί μέρος της υγιεινής. Προβάλλεται, επίσης, η ανάγκη συμμετοχής στην άσκηση ενός επιστήμονα γυμναστή, που θα είναι ικανός να αξιολογήσει την καταλληλότητα των γυμνασίων και των σωμάτων καθώς και να ελέγχει τη χρησιμότητα ή την επικινδυνότητα των ασκήσεων, να κατέχει δηλαδή υγιεινές και ιατρικές γνώσεις. Βασικός στόχος αυτής της εργασίας είναι να προβάλει μαρτυρίες σχετικές με τη συγκρότηση της υγιεινής πρότασης των αυτοκρατορικών χρόνων και με τη συμβολή της επιστήμης των γυμνασίων στη διαφύλαξη και στην παροχή της υγείας.