Mοναδικός μας πληροφοριοδότης, o Παυσανίας αποδίδει το ναό του Επικούριου Απόλλωνα στον Ικτίνο. Αλλά ακόμη κι αν δεν τον έκτισε ο αρχιτέκτονας του Παρθενώνα, κάποιος εξίσου εμπνευσμένος δημιουργός συνδύασε εδώ ιδιομορφίες που προσδίδουν στο έργο μυστηριακή χροιά. Σε μια κορυφή του Λυκαίου όρους, σε υψόμετρο 1.130 μ. και σε χώρο ιερό όπου λατρευόταν ένας πολεμικός θεός ήδη από τον 8o αιώνα π.Χ., κτίστηκε ένας ναός που δεν αντικρίζει την Ανατολή αλλά το Βορρά, όπως ταιριάζει σε θεό που ξεχειμωνιάζει στη χώρα των Υπερβορείων. Δωρικού ρυθμού και ιδιαίτερα επιμήκης, ο ναός μοιάζει περισσότερο αρχαϊκός παρά κλασικός. Η ένταση των κιόνων της δωρικής περιμετρικής κιονοστοιχίας είναι η μόνη «οπτική διόρθωση». Ιωνικού ρυθμού είναι ο σηκός και, στον κατά μήκος άξονά του, υπήρχε κορινθιακός κίονας με το παλαιότερο κορινθιακό κιονόκρανο που δεν σώζεται πια. Ο κίονας ενδέχεται να συμβόλιζε τον Απόλλωνα στην ανεικονική μορφή της πανάρχαιης λατρείας του. Στη μαρμάρινη ζωφόρο του ναού, η Κενταυρομαχία και η Αμαζονομαχία με τους πανελλήνιους ήρωες Ηρακλή και Θησέα, ξεδιπλώνονται σε είκοσι τρεις ανάγλυφες πλάκες. Οι ιδιαίτερα πολλοί μεταλλικοί σύνδεσμοι που είχαν βάλει οι αρχαίοι για να προστατεύσουν το ναό από το έντονο σεισμογενές της περιοχής, έγιναν η αιτία της καταστροφής του. Από τη στιγμή που η στέγη με τα μαρμάρινα κεραμίδια κατέρρευσε και το μνημείο δεν μπορούσε πια να χρησιμεύσει ως καταφύγιο, οι γύρω κάτοικοι άρχισαν να το διαλύουν για να αφαιρέσουν το μετάλλευμα. Ό,τι δεν περιείχε μεταλλικό στοιχείο, κίονες περιστυλίου, επιστύλια, πλακόστρωτο δάπεδο, διασώθηκε. Το 1765, ο γάλλος αρχιτέκτονας J. Bocher, που περιοδεύει στην Αρκαδία, αντικρίζει αναπάντεχα το ναό. Το 1812 μια «πολυεθνική εταιρία αρχαιοκαπήλων», οι Haller von Hallerstein, Ch. R. Cockerell, John Foster, Gropius, Bronstedt, Linckh, Otto Magnus von Stackellberg κ.ά., έχοντας ήδη αφαιρέσει τα γλυπτά του Ναού της Αφαίας στην Αίγινα, καταφθάνουν στις Βάσσες. Με πολυπληθές συνεργείο «ανασκάπτουν» τη θαμμένη κάτω από έναν τεράστιο σωρό αρχιτεκτονικών μελών ανάγλυφη ζωφόρο του εσωτερικού ιωνικού θριγκού του ναού. Η δημοπρασία στη Ζάκυνθο, την Πρωτομαγιά του 1814, την απέδωσε στο Βρετανικό Μουσείο.
Η Αρχαιολογική Εταιρεία Αθηνών αναθέτει στον Π. Καββαδία την αναστήλωση του ναού (1902-1907). Οι φωτογραφίες την περίοδο της αναστήλωσης και τα σχέδια περιηγητών και καλλιεργημένων αρχαιοκαπήλων είναι η μόνη τεκμηρίωση που διαθέτουμε για τις προηγούμενες μορφές του ναού. Στη συνέχεια, οι αρχαιολόγοι Κ. Κουρουνιώτης, Κ. Ρωμαίος και Ν. Γιαλούρης πραγματοποίησαν εκτεταμένες ανασκαφικές έρευνες. Ύστερα από έκθεση του Χ. Μπούρα, το 1975 συγκροτείται επιτροπή με πρόεδρο τον Ν. Γιαλούρη για την προστασία του μνημείου. Διαπιστώνονται τμήματα με ανεπαρκή θεμελίωση. Το 1982, η δεύτερη Επιτροπή Συντηρήσεως εστιάζει στην καταστροφική φθορά του δομικού υλικού του ναού, ενός στρωσιγενούς ασβεστόλιθου εύθρυπτου και ευαίσθητου στις μεταβολές της θερμοκρασίας. Το 1983 αποφασίζεται η εγκατάσταση ενός προσωρινού περίκλειστου στέγαστρου από ελαφρά και ανθεκτική ύλη που εξασφαλίζει στεγανότητα και διαφοροποιείται εντελώς από τις αρχιτεκτονικές γραμμές του μνημείου.