Στα δύο λιθοεπένδυτα πηγάδια της Πολιόχνης το Αιγαίο της 3ης χιλιετίας π.Χ. πρωτοβλέπει το στοιχείο της σύναξης και της κοινωνικής ζωής που συνοδεύει ως τις μέρες μας κοινοτικά πηγάδια και κρήνες.
«Καλλίρροες» ήταν οι «τυκτές», οι υπόστεγες αρχαιοελληνικές κρήνες. Θρησκευτικές δοξασίες, τελετουργικά δρώμενα και δεισιδαιμονίες ήταν συνυφασμένες με τη λειτουργική- κοινωνική διάστασή τους. «Αι κρηναίοι νύμφαι» μεταμορφώνονται στις νεράιδες των δικών μας παραμυθιών.
Με εξαίρεση το θολοσκέπαστο υπόγειο «αγίασμα» στο φρούριο του Κότσινα, οι περιηγητές σπάνια μνημονεύουν κρήνες του νησιού. Τη μόνη κρήνη που αναζητούν είναι η «Φθελιδεία», απ’ όπου έβγαινε η φημισμένη «λημνία γη». Στη Μύρινα και στο χωριό Τσιμάνδρια, εντύπωση τους προκαλεί το κάλυμμα σαρκοφάγων που, αναποδογυρισμένο, χρησίμευε σαν λεκάνη κάτω από τη βρύση. Ένας τους παρατηρεί ότι η κρήνη είναι το κέντρο της κοινωνικής ζωής των γυναικών.
Οι σωζόμενες υπέργειες κρήνες ανήκουν στο διάστημα από το β΄μισό του 19ου αιώνα έως και τις αρχές της δεκαετίας του 1930. Από αυτές, η παλαιότερη είναι τουρκική και στέκεται στην αγορά της Μύρινας (1771). Δεύτερη χρονικά (1862) είναι η υπόστεγη κρήνη του χωριού Δάφνη, σύγχρονη σχεδόν με την κρήνη των Λύχνων.
Οι κρήνες διακρίνονται τυπολογικά σε δυο ομάδες:
α) Υπόστεγες κρήνες. Αρχιτεκτονικός τύπος με αρχαίες καταβολές που πλησιάζει την οικιστική αρχιτεκτονική. Ορθογώνιες στην κάτοψη, οι κρήνες έχουν χτιστές τις δύο ή τις τρεις πλευρές ενώ οι υπόλοιπες υποστηρίζονται από πεσσό ή κίονα. Η κεραμιδένια στέγη είναι μονόριχτη, δίριχτη ή τετράριχτη και φέρεται από ορατά ξύλινα ζευκτά.
β) Κρήνες με συμπαγή πρόσοψη. Απαρτίζουν την πολυαριθμότερη ομάδα. Αρχιτεκτονικά διαμορφωμένη, η πρόσοψη αναπληρώνει τον υπόστεγο χώρο. Ο κρουνός περιγράφεται συνήθως από ψηλό θυρόσχημο αρχιτεκτονικό πλαίσιο. Παραδείγματα εκζήτησης στη διαμόρφωση της πρόσοψης αποτελούν οι κρήνες των Θέρμων (1908) και του Κοντοπουλίου (1927).
Στα συμβολικά, μεμονωμένα θέματα που κοσμούν τις κρήνες ανήκει και ο σταυρός που εξαγνίζει τα νερά. Χρονολογημένες βάσει κτιτορικών επιγραφών, οι τρεις χρονικά τελευταίες κρήνες είναι διακοσμητικά απαιτητικότερες. Η υπόστεγη κρήνη στα Τσιμάνδρια (1935) διακοσμείται με δυο λίθινα ολόγλυφα ανθοδοχεία, με ανδρικό και γυναικείο χέρι σε χειραψία. Έργο του Βασίλη Κοντού, η υπόστεγη κρήνη του Πεδινού (1950) εμφανίζει δυο γωνιαία «ακροκέραμα» με σύμφυτες ανθρώπινες κεφαλές και μικρή προτομή αγγέλου. Η πληθωρικά διακοσμημένη κρήνη του Κοντοπουλίου (1927) είναι έργο του Τάσου Ανηβελάκη. Στην απόληξη της πρόσοψης, η τοξωτή διάταξη των γλυπτών κοσμημάτων θυμίζει έντονα αετωματική σύνθεση. Τη συμμετρικότητα υπογραμμίζουν δυο αντωποί φτερωτοί γρύπες που υποβαστάζουν γυναικεία κεφαλή. Την κορυφή του «αετώματος» καταλαμβάνει ολόγλυφο καθισμένο λιοντάρι. Δυο καθιστές παιδικές μορφές αποτελούν τα πλαϊνά ακρωτήρια. Ανθισμένα κλαδιά ακάνθου δηλώνουν τη ζωοδότρα δύναμη του νερού. Οι δαιμονικοί γρύπες και το λιοντάρι είναι συνάμα αποτρόπαια και φύλακες της κρήνης. Αποτροπαϊκή είναι και η γυναικεία κεφαλή, ίσως γοργόνειο.
Την ιστορία ζωντανεύουν οι γλαφυρές επιγραφές της τουρκικής κρήνης στη Μύρινα και της υπόστεγης κρήνης στη Δάφνη αλλά και η δίγλωσση επιγραφή, τουρκική και ελληνική, της κρήνης των Θέρμων.