Αξιόποινη όταν στρέφεται ενάντια σε συμπολίτες, η πειρατεία ενάντια σε ξένους είναι αποδεκτή. Οι πράξεις βίας με θύματα ταξιδιώτες και κατοίκους παραθαλάσσιων περιοχών περιγράφονται με όρους διφορούμενους. Νομικά, οι Ρωμαίοι διέκριναν τον «δίκαιο εχθρό» από τον «κοινό εχθρό του ανθρώπινου γένους», κατηγορία στην οποία εμπίπτει ο πειρατής. Στη Μεσόγειο, οι πειρατές είχαν τα ορμητήριά τους στην Κιλικία, τη Λιγουρία, τις Ιλλυρικές ακτές, την Κρήτη και την Αιτωλία. Οι ταξιδιώτες κινδύνευαν και από τους ναυαγιστές. Για να παραπλανήσουν τον κυβερνήτη και να προκαλέσουν το ναυάγιο, οι ναυαγιστές άναβαν φωτιές σε βραχώδεις ακτές που φάνταζαν έτσι σαν λιμάνι. Χαρακτηριστική περίπτωση τυχοδιώκτη, ο Ναύπλιος υπήρξε πειρατής, ναυαγιστής και ανδραποδιστής συγχρόνως. Η οργανωμένη καταστολή της πειρατείας από το «κράτος» ανάγεται στον Μίνωα και τους Κρήτες –προτού οι ίδιοι αναδειχθούν σε αδίστακτους πειρατές. Τον 7ο αιώνα π.Χ. στο Αιγαίο κυριαρχούν οι Σάμιοι. Μετά την ίδρυση της συμμαχίας της Δήλου, οι Αθηναίοι στοχεύουν στα δύο σημαντικότερα πειρατικά κέντρα στη Σκύρο και τη Θρακική Χερσόνησο. Το 362 και 361 π.Χ. πέφτουν και οι ίδιοι θύματα επιδρομών από πειρατές που καταληστεύουν τους χρηματιστές του Πειραιά. Την Αθήνα θα διαδεχθεί η Ρόδος. Από την εποχή του πολέμου ανάμεσα στους Αθηναίους και τον μακεδόνα βασιλιά Φίλιππο, οι ελληνικοί στρατοί κατακλύζονται από άντρες με μοναδικό πόρο τη μισθοφορία ή τη λεηλασία που προαναγγέλλουν τους «αρχιπειρατές» του 3ου αιώνα π.Χ. Κρήτες και Αιτωλοί, ανελέητοι πειρατές, χρημάτισαν ως μισθοφόροι σε πολλά ελληνιστικά βασίλεια. Ο Elias Bickerman θεωρεί ότι η μισθοφορία και η πειρατεία ήταν μάλλον οι μοναδικές πηγές «ξένου συναλλάγματος» σε απομονωμένους ή άγονους τόπους.