Τα ακρόπρωρα είναι ξύλινα γλυπτά τα οποία τοποθετούσαν στην πλώρη των πλοίων, στο ανώτερο τμήμα του ξύλου που αποτελεί τη συνέχεια της καρένας. Είναι έργα της ναυτικής λαϊκής ξυλογλυπτικής, με διάφορες αναπαραστάσεις και απεικόνιζαν συχνά ήρωες από την ελληνική ιστορία (όπως από την Ελληνική Επανάσταση) ή από τη μυθολογία (όπως τις γοργόνες), επηρεαζόμενοι από το φόβο των ανθρώπων για το άγνωστο και την προσπάθεια υπέρβασης του φόβου αυτού. Με τα ακρόπρωρα του 18ου και του 19ου αιώνα προσανατολιζόμαστε σε μεγέθη μιας μνημειώδους γλυπτικής, η οποία είναι ασυνήθιστη για την ελληνική λαϊκή τέχνη. Τα σωζόμενα ακρόπρωρα ανήκουν στις συλλογές των ιστορικών και ναυτικών μουσείων, ενώ ένας σημαντικός αριθμός βρίσκεται σε ιδιωτικές συλλογές.
Το ακρόπρωρο που μελετάμε βρίσκεται στο Ναυτικό Μουσείο Γαλαξειδίου, το αρχαιότερο ναυτικό μουσείο της Ελλάδας, και εικονίζει μια όρθια γυναικεία μορφή, χρωματισμένη με μαύρο χρώμα, που φοράει ολόσωμο μαύρο ένδυμα, φέρει κορόνα στο κεφάλι και στηρίζεται σε ξύλινη βάση με προβολή του δεξιού ποδιού εμπρός και του αριστερού πίσω.
Το θέμα της παρούσας μελέτης είναι η διαπίστωση υποκείμενων χρωματικών στρωμάτων και η καταγραφή τους μέσα από στρωματογραφική παρατήρηση. Αυτό κατέστη δυνατό με δημιουργία δειγμάτων που πραγματοποιήθηκε σε περιοχές που ήταν αντιπροσωπευτικές του συνόλου του γλυπτού από τις οποίες θα μπορούσε κανείς να αποκομίσει μια γενική εντύπωση για την όψη του κατά τις διάφορες χρωματικές επεμβάσεις. Αποτέλεσμα της έρευνας ήταν η διαπίστωση χρωματικών στρωμάτων κάτω από το μαύρο χρώμα που επιβεβαιώνει τη μαρτυρία ότι μετά το θάνατο του πλοιοκτήτη, λόγω πένθους, έβαψαν το ακρόπρωρο του πλοίου του και τα παραθυρόφυλλα του σπιτιού του με μαύρο χρώμα.