Στις Βάκχες, ο Διόνυσος προκαλεί στον Πενθέα την παραίσθηση της αλλαγής φύλου. Ο Πενθέας δεν υποδύεται τη γυναίκα, είναι γυναίκα που χαριεντίζεται, θέλει να αρέσει και καλλωπίζεται ρωτώντας το θεό σαν να ήταν ο καθρέφτης της: «Είμαι όμορφη;» Ο καλλωπισμός του Πενθέα είναι ανάλογος με τον ιερουργικό καλλωπισμό που γίνεται στα σφάγια πριν από τη θυσία. Για τη λατρεία του Διονύσου, μέρος του τελετουργικού καλλωπισμού είναι το στεφάνωμα με φύλλα δάφνης, κισσού ή αμπελιού, η επικάλυψη του προσώπου με λευκό και κόκκινο χρώμα και η ρυθμική επαναληπτική κίνηση ενός ημίγυμνου σώματος. Το βάψιμο και η μεταμφίεση του Πενθέα είναι το τελευταίο προπύργιο πριν από την οριστική του μετάβαση στον υπερβατολογικό ψυχισμό της γυναίκας-μαινάδας. Ωστόσο, ο Πενθέας επιθυμεί και να αρέσει στο θεό, υπογραμμίζοντας έτσι ότι η βακχική έκσταση είναι από τη φύση της ερωτική. Η αμφισεξουαλικότητα του θεού, σημάδι της θεϊκής του φύσης και σημαίνουσα της ερωτικής μέθεξης, αντιβαίνει την επιβεβλημένη από την πόλη κοσμιότητα που αντιτίθεται στην υπερβατική φύση των ανθρώπινων όντων. Όταν τα όρια που θέτει η πόλις δεν παραβιάζονται, η πολιτισμική επιταγή του κάλλους αποκτά και φιλοσοφική νοηματοδότηση. Ο Ευριπίδης όμως δεν είναι Πλάτωνας. Αποδίδοντας τον ειρωνικό καλλωπισμό του Πενθέα σε τέχνασμα του θεού, ο τραγικός αντιστρέφει τις αισθητικές προκείμενες και τις ηθικές αξίες των συγχρόνων του θεσπίζοντας την «πόλη» του Διονύσου, όπου τα δεδομένα των αισθήσεων αποκαλύπτουν τις συνιστώσες της παραίσθησης.