Όταν οι Ρωμαίοι τον ύστερο 4ο αιώνα π.Χ. άρχισαν να ιδρύουν αποικίες, δεν διέθεταν εμπειρία στην οικοδόμηση αστικών οικιστικών τομέων. Αναζητώντας λύση, φαίνεται πως στράφηκαν προς τους ειδήμονες, τους αρχαίους Έλληνες. Μια προσεκτική ανάλυση των αρχαιότερων μέχρι σήμερα δειγμάτων οικιστικής αρχιτεκτονικής των ρωμαϊκών αποικιών μας επιτρέπει να αποδείξουμε ότι αυτή στηρίχτηκε στην αρχαία ελληνική οικία με προστάδα, μια μορφή αστικής κατοικίας του 5ου και του 4ου αιώνα π.Χ. δημοφιλή σε όλη την ανατολική Μεσόγειο. Για να γίνει το φαινόμενο κατανοητό, χρειάστηκε να επανερμηνεύσουμε το πως ένα προκαθορισμένο σχέδιο χρησιμοποιήθηκε για τη μαζική κατασκευή σπιτιών σε πόλεις που ιδρύθηκαν στη διάρκεια αυτής της περιόδου, δηλαδή από τα τέλη του 4ου αι. π.Χ. και ύστερα. Αρχιτεκτονικά σχέδια επέτρεπαν την εκτίμηση της δαπάνης ενός έργου πριν αρχίσουν οι εργασίες και συνέβαλαν εν γένει στη διαχείριση των πόρων. Μπορούσαν επίσης να χρησιμοποιηθούν για την εξασφάλιση ίσης διανομής οικοδομικών υλικών στους κατασκευαστές σπιτιών. Το σχέδιο περιοριζόταν μάλλον σε βασικά δομικά στοιχεία, προσφέροντας στα νοικοκυριά τη δυνατότητα να διαμορφώσουν τον υπόλοιπο χώρο ανάλογα με τις ανάγκες τους. Επομένως, η χρήση αρχιτεκτονικών σχεδίων για την ανοικοδόμηση των νέων οικιστικών τομέων προδίδει ένα σύστημα αποτελεσματικής μαζικής κατασκευής, το οποίο οι Ρωμαίοι είχαν υιοθετήσει τουλάχιστον πριν τα τέλη του 3ου αιώνα π.Χ., εν όψει του προγράμματος αστικοποίησης στην Ιταλία. Το γεγονός αυτό δεν διαπιστώνεται μόνο στη χρήση προκαθορισμένων σχεδίων για σπίτια αλλά και στην προσαρμογή καθιερωμένων αρχιτεκτονικών μορφών από την αρχαία Ελλάδα. Οι ρωμαϊκές κοινωνικές τάξεις αντανακλώνται στα διαφοροποιημένα μεγέθη τόσο των οικοπέδων όσο και των σχεδίων των σπιτιών, όμως ακόμη και η μορφή κατοικίας που προορίζεται αποκλειστικά για τις υψηλότερες κοινωνικές τάξεις, η οικία με atrium, μαρτυρεί αρχαία ελληνική επιρροή.