Το Βαρόσι, η πρώτη χριστιανική συνοικία που δημιουργήθηκε στην Έδεσσα (Βοδενά) στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, αναπτύχθηκε αρχικά στο χώρο της ακρόπολης μέσα στο κάστρο, ως συνέχεια της βυζαντινής πόλης. Το όνομα Βαρόσι προέρχεται από το ιρανικό var («οχυρό»), που κατέληξε στο σερβοκροάτικο βάροκι, «οχυρωμένο τμήμα πόλης». Το Βαρόσι βρισκόταν κοντά στην αγορά. Στα μεγάλα χάνια διανυκτέρευαν οι χωρικοί που έρχονταν για το παζάρι και την αγοραπωλησία του κόκκινου πιπεριού της Καρατζόβας. Το 1944, οι Γερμανοί έκαψαν το μεγαλύτερο τμήμα του, επειδή στο Βαρόσι οχυρώνονταν τα μέλη της Αντίστασης. Η πολεοδομική οργάνωση στηρίζεται σε κλειστά οικοδομικά τετράγωνα, με τα κτισμένα «εν σειρά» σπίτια να εμφανίζουν εξωτερικά έναν τοίχο, ενώ στο εσωτερικό το καθένα να έχει μια μικρή αυλή και το χαγιάτι του. Ο αμυντικός χαρακτήρας της οργάνωσης ενισχύεται από «πορτούλες» που εξασφαλίζουν την επικοινωνία σπιτιών και αυλών. Χαρακτηριστικά βαλκανικά σπίτια της Τουρκοκρατίας, έχουν τρεις ορόφους, το ισόγειό τους αποτελείται από πέτρα και οι όροφοι από «ντολμά μπουλμέ» ή «μπαγδατί». Τα αρχοντικά έχουν στις αυλές τους ιδιωτικά παρεκκλήσια. Η κύρια ασχολία των κατοίκων στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού είναι η εκτροφή του μεταξοσκώληκα. Η συγγραφέας περιγράφει αναλυτικά σπίτια με ιδιαίτερο ενδιαφέρον από τις οδούς Μακεδονομάχων, Αρχ. Μελετίου και Αθ. Φράγκου. Το 1983, το ΥΠΠΟ χαρακτήρισε το Βαρόσι διατηρητέο αρχιτεκτονικό σύνολο.