Ο εξαίρετος λόγιος, σκιαγραφώντας τον παιδικό έρωτα των αρχαίων Ελλήνων, κινείται ευαίσθητα ανάμεσα στην αρχαιογνωσία, τη φιλοσοφία και την ψυχολογία. Ο παιδικός έρωτας, γράφει, χρησιμοποιήθηκε για ν‘αναπτύξει το αίσθημα της τιμής στον πόλεμο αλλά, σε μη στρατοκρατικές πόλεις όπως η Αθήνα, ανάγεται σε σημαντικό παράγοντα ψυχοσωματικής αγωγής. Αυτός ακριβώς ο παιδαγωγικός του χαρακτήρας τον διαχωρίζει από άλλες, χρονικά και γεωγραφικά, ομοφυλοφιλικές σχέσεις. Αδιανόητες είναι σήμερα οι αξιώσεις που είχε η αρχαία Αθήνα από τους πολίτες της, σημειώνει. Ανώτερες σχολές δεν υπήρχαν πριν τον 4ο αιώνα. Ο έφηβος ώφειλε ν‘αναζητήσει τη μόρφωσή του στην κοινωνία. Κάποιος μεγαλύτερος έπρεπε να του μεταδώσει τις γνώσεις και την πείρα του. Ο πατέρας δεν ενδείκνυται γι‘αυτόν το ρόλο όχι μόνο επειδή στην αρχαιότητα η οικογένεια δεν αποτελεί παράγοντα αγωγής, αλλά και επειδή του λείπει η απόσταση. Όπως «είχαν λεπτότατα παρατηρήσει οι Έλληνες», στη ζωή του εφήβου ο πατέρας οφείλει να αποσύρεται από το προσκήνιο.