«Με κάποια επιμονή» ο συγγραφέας αναζητεί και παρουσιάζει τις δομικές ενδείξεις που αποκαλύπτουν τη σειρά διαδοχής των κτισμάτων στο συγκρότημα του Οσίου Λουκά.
Tο συγκρότημα αποτελείται από δύο συναπτόμενους ναούς, το Καθολικό και τον μικρότερο ναό της Παναγίας. Δύο δομικά στοιχεία που αποκαλύφθηκαν το 1964 απέδειξαν ότι η Παναγία προηγείται χρονικά από το Καθολικό, ανατρέποντας την ως τότε κρατούσα άποψη. Το συγκρότημα εμφανίζει δύο καινοφανείς αρχιτεκτονικές εξελίξεις. Ο ναός της Παναγίας, που ανήκει στον τύπο του σύνθετου εγγεγραμμένου σταυρού, έχει ένα δικιόνιο προθάλαμο, τη Λιτή. Στο Καθολικό, που ανήκει στον ηπειρωτικό οκταγωνικό τύπο, εμφανίζεται ένα νέο θολικό σύστημα, ο ευρύς άνευ τυμπάνου τρούλος και το βυζαντινό ημιχώνιο. Λύση αρχιτεκτονική και δείγμα της ανεξάρτητης πορείας του μεσοβυζαντινού ελλαδικού χώρου, το βυζαντινό ημιχώνιο επαναφέρει την αισθητική του λοφίου.
Από τον «Βίο» του Οσίου Λουκά, γραμμένο ανάμεσα στο 966 και στο 997, μαθαίνουμε ότι γύρω στο 946 ανοικοδομήθηκε πλάι στο κελί του Οσίου ο πρώτος ναός της Αγίας Βαρβάρας και ότι, μετά το θάνατό του (953), το κελί του, όπου και τάφηκε, διαμορφώθηκε σε επιβλητικό Μνήμα. Με το Μνήμα πλάι στο ναό της Αγίας Βαρβάρας πραγματοποιείται το ιδιάζον για μαρτύρια δίδυμο Ναού και Μνήματος ή Μαρτυρίου. Το 955 οι πιστοί φοιτητές του Οσίου αρχίζουν τη διακόσμηση που θα ολοκληρώσει το ναό της Αγίας Βαρβάρας. Από ευγνωμοσύνη προς τον Όσιο που είχε προφητέψει την απελευθέρωση της Κρήτης από την αραβική κατοχή (961), ο Ρωμανός Β΄ στέλνει χρήματα και προσωπικό για να κτιστεί στον τάφο του αγίου ναός περικαλλής. Ο πολυτελέστατος ναός, «Ευκτήριον εν σχήματι σταυρού», αποπερατώθηκε το 966.
Το Ευκτήριον, διώροφο επιτάφιο σταυροειδές μαρτύριο, είχε προσκυνηματικό ναό με το λείψανο του Αγίου στον όροφο, στη βόρεια κεραία του σταυρού του, ακριβώς πάνω από τη θέση του τάφου στην υπόγεια κρύπτη. Η θέση αυτή του τάφου καθόρισε την ακριβή θέση του Ευκτηρίου πλάι στην Αγία Βαρβάρα, ναό με στενό νάρθηκα που κατείχε τη σημερινή θέση της Παναγίας.
Πιθανόν με δωρεά της Θεοφανώς, μετά το 977 και πάντως όχι μετά τις αρχές του 11ου αιώνα όπου τον κατατάσσει η ρυθμολογία του, άρχισε να κτίζεται ο ναός της Παναγίας ως επέκταση ή ανακατασκευή της Αγίας Βαρβάρας. Μέρος αυτής της επέκτασης ήταν και η Λιτή. Ο «χώρος» Λ ή Προσκυνητάριον ανεγέρθηκε συγχρόνως με το ναό της Παναγίας και σχεδιάστηκε ειδικά ως Προσκυνητάριον της Λειψανοθήκης του Οσίου Λουκά, κοινό και στους δύο ναούς. Αν η μετάθεση της λάρνακας του Οσίου Λουκά έγινε πράγματι το 1011, τότε, μέσω του «χώρου» Λ, στο ίδιο έτος χρονολογείται και ο ναός της Παναγίας.
Ως προς τα χρονικά όρια ίδρυσης του Καθολικού, ομοιότητες σε διακοσμητικά στοιχεία με το ναό της Παναγίας υποδεικνύουν ότι η ανοικοδόμηση του ενός δεν ξεκίνησε πολύ αργότερα από την αποπεράτωση της άλλης, ενώ η ολοκλήρωση του Καθολικού δεν πρέπει να ξεπερνά το 1048. Αν και το Καθολικό αντιμετωπίζεται ως επέκταση του Ευκτηρίου, εδώ η μετατροπή είναι ουσιώδης καθώς από ένα ναό ελεύθερου σταυρού, μέτριο σε μέγεθος και χαμηλό σε ύψος συντελείται η μετάβαση σε ένα ναό μεγαλοπρεπή, διπλάσιο σε έκταση και τετραπλάσιο σε όγκο.