Η οργάνωση της βιβλιοθήκης του Αριστοτέλη τον 4ο αιώνα π.Χ. μαρτυρεί ήδη μια διακίνηση κειμένων που στους επόμενους αιώνες θα ενταθεί. Οι φιλόλογοι της Αλεξάνδρειας και της Περγάμου αποκαθιστούν κριτικά τα γνησιότερα χειρόγραφα. Ιδρύονται δημόσιες και ιδιωτικές βιβλιοθήκες και οργανωμένα κέντρα αντιγραφής. Με τη διάδοση του Χριστιανισμού αναπτύσσεται με γοργό ρυθμό η αντιγραφή βιβλικών και πατερικών κειμένων. Στην όψιμη αρχαιότητα τα ελληνικά κείμενα μεταφράζονται στα συριακά, τα αραβικά και τα αρμενικά. Παράλληλα, η περγαμηνή αντικαθιστά τον πάπυρο ως υλικό γραφής και ο κώδικας τον κύλινδρο ως σχήμα βιβλίου. Το χαρτί, γνωστό στους Κινέζους από τον 1ο-2ο αιώνα μ.Χ., άρχισε να διαδίδεται στον ελληνικό χώρο μετά τον 10ο αιώνα. Ωστόσο, τα ελληνικά χειρόγραφα εξακολούθησαν να γράφονται σε περγαμηνή ως τον 14ο αιώνα. Οι αντιγραφείς δούλευαν σε οργανωμένα εργαστήρια. Μετά τον 9ο αιώνα, εμφανίζονται τα εργαστήρια της μονής Στουδίου, της μονής των Οδηγών, της μονής Προδρόμου-Πέτρας στην Κωνσταντινούπολη, το κέντρο του Αρέθα στην Καισάρεια κ.ά. Ο αντιγραφέας παρομοιάζει τη χαρά του όταν, με ιδρώτα και μόχθο, τελειώνει ένα βιβλίο με τη χαρά του ξενιτεμένου που ξαναβλέπει την πατρίδα του. Τα λάθη στην αντιγραφή αλλά και οι παραβάσεις των κανόνων εργασίας τιμωρούνται ανάλογα: αφορισμός και πενήντα ή και εκατό μετάνοιες για τον πρωτοκαλλιγράφο που αμελούσε τα καθήκοντά του, τριάντα μετάνοιες για όποιον θύμωνε κι έσπαζε το καλάμι του κ.ο.κ. Συχνά ο καλλιγράφος υπέγραφε το έργο του, που ολοκληρωνόταν μόνο μετά την παραβολή με το πρωτότυπο, τη φιλοτέχνηση τυχόν μικρογραφιών, των επίτιτλων και των κεφαλαίων γραμμάτων, τη συρραφή των φύλλων και τη στάχωση του κώδικα.