Στην Ελλάδα, Αρχαιολογική Υπηρεσία και αρχαιολογικός νόμος είναι από τους παλαιότερους στην Ευρώπη. Από την ίδρυσή του, το νέο κράτος επένδυσε στην αρχαιολογική κληρονομιά για να αναδείξει την πολιτισμική και εθνική ταυτότητα των Ελλήνων. Η στάση αυτή λειτούργησε ανασταλτικά στις διαδικασίες ανάπτυξης της αρχαιολογίας και των αντίστοιχων πανεπιστημιακών σπουδών. Σήμερα πλέον η Αρχαιολογική Υπηρεσία έχει άμεση ανάγκη αλλαγών και εκσυγχρονισμού.
Στη δεκαετία του 1980 η Υπηρεσία βρέθηκε για πρώτη φορά με τόσο πολλούς αρχαιολόγους χάρη σε δυο συνεχείς διαγωνισμούς και τη μονιμοποίηση εκατό αρχαιολόγων που δούλευαν ως τότε αποσπασματικά. Ωστόσο, η ανάγκη προβολής της πολιτισμικής κληρονομιάς, που είχε αρχίσει να απασχολεί ένα αυξανόμενο κοινό, βρήκε την Υπηρεσία απροετοίμαστη. Ό,τι είχε καθυστερήσει λόγω έλλειψης προσωπικού και επιστημονικής δεοντολογίας έγινε ξαφνικά ιδιαίτερα πιεστικό. Στις ανασκαφές, στη συντήρηση και την αναστήλωση, που πραγματοποιεί η Αρχαιολογική Υπηρεσία με αυτεπιστασία, διαπιστώνεται ένα διπλό πρόβλημα: οι παλαιοί τεχνίτες, εργάτες και φύλακες έχουν φύγει χωρίς να έχει ληφθεί πρόνοια να διαμορφωθούν καινούριοι επαγγελματίες. Όπως και σε άλλους τομείς της ελληνικής κοινωνίας, η μετάβαση από έναν παραδοσιακό τρόπο δουλειάς σε έναν ορθολογιστικό δεν κατορθώθηκε. Ο ανορθολογισμός που χαρακτηρίζει τη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, η αντίσταση στις αλλαγές, η απογοήτευση και η περιθωριοποίηση των στελεχών της οδηγούν μια ιστορική Υπηρεσία σε μαρασμό. Παραδείγματα από την Ιταλία, την Ισπανία και τη Γαλλία δείχνουν λύσεις που δόθηκαν σε χώρες με ανάλογη δυσκινησία των παλαιών τους υπηρεσιών.
Ακολουθεί αναλυτικό σχεδιάγραμμα των Διευθύνσεων και των Εφορειών της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας με τα στοιχεία επικοινωνίας τους.