Η Εκκλησία ενωρίτερα αντιμετώπισε την αυτοκτονία ως μείζον αμάρτημα και ως εκκλησιαστικό – «κανονικό» αδίκημα. Νωρίς επίσης, και στη χριστιανική Ανατολή και στη Δύση, καθιερώνεται ως η κατ’ εξοχήν ποινή για το αδίκημα αυτό η απαγόρευση της εκκλησιαστικής κήδευσης και ταφής, καθώς και της προσφοράς ευχών, και κυρίως της Ευχαριστίας υπέρ των αυτοχείρων. Η «ποινή» αυτή εισάγεται από την εκκλησιαστική πρακτική, και εν συνεχεία επισημοποιείται από κανονικό δίκαιο τόσο της Ανατολικής (κανόνας 14 Τιμοθέου Αλεξανδρείας) όσο και της Δυτικής Εκκλησίας. Ως δικαιολογητική βάση της ποινής αυτής, η οποία εν τούτοις, τουλάχιστον στο δίκαιο της Ανατολικής Εκκλησίας, δεν προβλέπεται για άλλα, πολύ σοβαρά, εκκλησιαστικά αδικήματα, προβάλλεται ότι ειδικά με την πράξη αυτή ο δράστης αμφισβητεί τον ίδιο τον Δημιουργό του, ως μόνον κύριο της ζωής και του θανάτου του – ή, άλλως, ότι στην περίπτωση αυτή η δυνατότης μετανοίας του δράστη εκ των πραγμάτων φαίνεται να αποκλείεται, αφού το αδίκημά του υλοποιείται με το ίδιο το γεγονός του θανάτου του. Το παράδειγμα του Ιούδα συχνά μνημονεύεται. Στην πραγματικότητα η σκληρή αυτή αντιμετώπιση αποβλέπει στο να εμπεδωθεί στην κοινή συνείδηση η εκκλησιαστική απαξία της πράξης αυτής, απαξία η οποία δεν είναι καθόλου δεδομένη στη γενική αντίληψη, αφού η πράξη δεν στρέφεται σε βάρος άλλου. Γίνεται, εν τούτοις, δεκτό ότι η στέρηση της χρήσης του λογικού από τον δράστη, αν αποδειχθεί, τον απαλλάσσει από τη μεταθανάτια αυτή ποινή. Έτσι, από την αρχαία Εκκλησία ως τις ημέρες μας, εισάγεται μία μακρά πρακτική όπου οι οικείοι του νεκρού επιδιώκουν, με επίκληση αληθών ή, το συνηθέστερο, ψευδών μαρτυριών και γνωματεύσεων, και με τη γενική «συνενοχή» ή συγκατάβαση, να επιτύχουν την εκκλησιαστική κήδευση. H κοινωνική ευαισθησία στις ημέρες μας επέβαλε τη, ρητή ή σιωπηρή, εγκατάλειψη της απαγόρευσης (έτσι και στους νέους κώδικες κανονικού δικαίου της Pωμαιοκαθολικής Eκκλησίας). Mε πολλούς δισταγμούς αυτή είναι και η πρακτική που τείνει να ακολουθεί τώρα και η Iερά Σύνοδος της Eκκλησίας της Eλλάδος.