Η άγραφη κοσμική μουσική των Βυζαντινών περνάει στη νεότερη παράδοση προφορικά, μέσα από τα δημοτικά τραγούδια. Κάποια από αυτά έχουν καταγραφεί σε μεταβυζαντινά χειρόγραφα του Αγίου Όρους ήδη από το 1562. Ως προς τη μουσική της Εκκλησίας, διακρίνουμε τέσσερις περιόδους: α) από τον 1ο αιώνα ως την κτίση της Κωνσταντινούπολης, β) από την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης ως την εποχή των μεγάλων υμνογράφων του 7ου-8ου αιώνα, γ) από τον 12ο αιώνα ως την Άλωση και δ) από την Άλωση ως τις μέρες μας, με δύο υποπεριόδους: α) το διάστημα της Τουρκοκρατίας και β) το διάστημα από το 1820 ως σήμερα.
Στη μουσική της πρώτης περιόδου βαραίνουν οι θεωρίες των αρχαίων. Η πυθαγόρεια «θεία φύση των διαστημάτων» σώζεται ως σήμερα στη φωνητική μουσική και στα χαρακτηριστικά όργανα της Ανατολής. Από την άλλη, η δυτική μουσική ακολουθεί το συγκερασμό των μουσικών διαστημάτων που θεμελίωσε ο Αριστόξενος. Η βυζαντινή, όπως και κάθε ανατολίτικη μουσική, είναι τέχνη μελωδική και μονοφωνική – σε αντίθεση με τη νεότερη δυτική μουσική που είναι πολυφωνική. Άλλο χαρακτηριστικό είναι το ίσον, ένα είδος οριζόντιας αρμονίας τελείως διαφορετικής από την αρμονία της δυτικής μουσικής. Κι ακόμη ένα γνώρισμα είναι το φωνητικό στοιχείο: ποτέ δεν υπήρξε οργανική συνοδεία στην Εκκλησία.
Στη δεύτερη περίοδο ολοκληρώνεται το υμνογραφικό έργο για όλες τις ακολουθίες της Εκκλησίας. Μετά το τροπάριο δημιουργείται το στιχερό. Ο Ρωμανός ο Μελωδός εκπροσωπεί το κοντάκιο που αναπτύσσεται τον 5ο με 6ο αιώνα. Το κοντάκιο αντικαθιστά ο κανόνας, πολύστροφο ποίημα με εννέα ωδές, που καθεμιά τους αποτελείται από τον ειρμό και τα τροπάρια. Τη δεύτερη περίοδο χαρακτηρίζει η ανασύνταξη και αναδιάρθρωση της Οκτωήχου, έργου που αποδίδεται στον Ιωάννη τον Δαμασκηνό.
Στην τρίτη περίοδο, ο ποιητής-συνθέτης γίνεται συνθέτης-ψάλτης. Αρχίζει η εποχή των μεγάλων μαϊστόρων. Τα Χειρόγραφα Εκκλησιαστικής Μουσικής 1453-1820 του Μανόλη Χατζηγιακουμή (1980) αποτελούν έκδοση-σταθμό στην ιστορική έρευνα αυτής της περιόδου.
Από την Οξύρυγχο της Αιγύπτου προέρχεται πάπυρος του 3ου αιώνα μ.Χ. με ύμνο στην Αγία Τριάδα τονισμένο στην αρχαία ελληνική αλφαβητική σημειογραφία. Μετά τον 7ο αιώνα για την καταγραφή των ύμνων διαμορφώνεται ένα είδος παρασημαντικής, το εκφωνητικό είδος. Από το β΄ μισό του 10ου αιώνα αρχίζει η συστηματική διάκριση των σημαδιών της βυζαντινής μουσικής από τα εκφωνητικά. Η μεσοβυζαντινή σημειογραφία είναι η πιο τελειοποιημένη. Η υστεροβυζαντινή είναι γνωστή και ως γραφή του Ιωάννη του Κουκουζέλη, φημισμένου μαΐστορα του 13ου ή των αρχών του 14ου αιώνα. Καταγράφοντας τις μελωδίες, λέει ο Χρύσανθος, οι Βυζαντινοί ακολουθούν τρία στάδια: την παραλλαγή, τη μετροφωνία και το μέλος.
Η μεταρρύθμιση του μουσικού συστήματος στις αρχές του 19ου αιώνα είναι γνωστή ως «η νέα μέθοδος των τριών διδασκάλων», του Χρύσανθου, του Γρηγόριου και του Χουρμούζιου. Ανάλογα με το χαρακτήρα κατασκευής τους, ο Χρύσανθος διακρίνει τα μέλη σε παπαδικό, στιχεραρικό και ειρμολογικό. Ένα ξεχωριστό είδος μελοποιίας είναι το καλόφωνο (στιχεραρικό και ειρμολογικό) που συμπληρώνει το μελωδικό περίγραμμα με το κράτημα. Το κράτημα θεωρείται το απόλυτο είδος μουσικής των Βυζαντινών.