Αντίθετα με την πρώτη περίοδο της Βενετοκρατίας που έχει φεουδαρχικό χαρακτήρα και κυρίαρχη παράδοση τη βυζαντινή, ο πολιτισμός της Κρήτης του 16ου και του 17ου αιώνα εμφανίζει κυρίως χαρακτήρα αστικό και ακολουθεί τη Δύση. Δείκτης ευμάρειας και κοινωνικής επιτυχίας θεωρείται η φορεσιά που η πολυτέλειά της δεν περιορίζεται μόνο σε ευγενείς και αξιωματούχους αλλά ντύνει όλους όσοι έχουν να την αγοράσουν. Ενδεικτικά, το 1399 οι ενετικές αρχές απαγορεύουν στους άντρες «οποιασδήποτε τάξεως» και στις γυναίκες να ντύνονται με ακριβά υφάσματα κεντημένα με μαργαριτάρια, ακριβά κοσμήματα και χρυσοκεντήματα. Οι ενδυματολογικές διακρίσεις, κατοχυρωμένες νομικά στο Βυζάντιο, φαίνεται ότι δεν ίσχυαν στις πόλεις της Κρήτης. Την ίδια έλλειψη διακρίσεων θα εμφανίσει τους δύο τελευταίους αιώνες της Βενετοκρατίας και η δυτική φορεσιά. Η γυναικεία βυζαντινή ενδυμασία αποτυπώνεται στις παραστάσεις των κτητόρων σε τοιχογραφημένες εκκλησίες της Κρήτης (τέλη 13ου-αρχές 16ου αιώνα).
Η φορεσιά σε αρκετές από αυτές αποτελείται από τέσσερα ενδύματα: το υποκαμίσιον, το καμίσιον, τη «γρανάτζα», φαρδύ μανικωτό ένδυμα σε σχήμα Τ, και το μαντύ στολισμένο με «ταβλία» και «πορφύρα», διακριτικά της βυζαντινής αριστοκρατίας. Τα φαρδιά βυζαντινά ενδύματα θα εκτοπιστούν από «τα φράγκικα» που προβάλλουν το ανθρώπινο σώμα. Με τη δυτική μόδα περιζήτητες έγιναν οι «μαστόρισσες», οι μοδίστρες. Οι περιηγητές περιγράφουν τις Κρητικές στα Σφακιά και αλλού να καλύπτουν το πρόσωπο αλλά να φορούν ένδυμα που άφηνε ακάλυπτο το στήθος.
Φορεσιά και χρυσά κοσμήματα αποτελούν πολύ σημαντικό περιουσιακό στοιχείο και συχνά αφιερώνονται από ευσεβείς Βενετούς και Κρητικούς σε εκκλησίες ή μοναστήρια.