Μεγάλη εμπορική-ναυτική δύναμη ήταν στη Μεσόγειο η Ερέτρια κατά τον 8ο αιώνα π.Χ., ιδιαίτερα στο β΄ μισό του. Στο πέρασμα από τον 8ο στον 7ο αιώνα ανήκει ο αψιδωτός εκατόμπεδος ναός μέσα στο ιερό τέμενος του Απόλλωνα, το παρακείμενο Δαφνηφορείο και το τριγωνικό Ηρώο κοντά στη δυτική πύλη της πόλης. Ο οικισμός παρακμάζει ήδη από τις πρώτες δεκαετίες του 7ου αιώνα π.Χ.
Στην ανασκαφή τού 1980, ο συγγραφέας εντόπισε κάτω από το δάπεδο κτίσματος των γεωμετρικών χρόνων ένα σκύφο in situ, καλυμμένο με πώμα άλλου αγγείου. Ο σκύφος περιείχε χρυσό θησαυρό από τάλαντα και αποτυχημένα ή ελλιπή κοσμήματα, συνολικού βάρους 510 γρ. Ήταν φανερό ότι επρόκειτο για θησαυρό χρυσοχόου που τον ασφάλισε φεύγοντας, με σκοπό να τον ανακτήσει στην επιστροφή του.
Ως προς τα τάλαντα, η ποικιλία στο βάρος και τη μορφή τους αποκλείει το ενδεχόμενο να είχαν συγκεκριμένη ανταλλακτική αξία. Το μεγαλύτερο έχει σχήμα οβάλ, δύο έχουν χυθεί μέσα σε θαλασσινά κοχύλια, πολλά είναι αρτόσχημα, άνισου πάχους και σφυρηλατημένα. Μια ομάδα από τριάντα πέντε τάλαντα έχουν χυθεί σε ακανόνιστα στρογγυλά καλούπια και έχουν κοπεί σε σχήμα ημικύκλιου ή τεταρτημόριου του κύκλου, ενώ την πολυπληθέστερη ομάδα αποτελούν ακανόνιστα κομμάτια ταλάντων. Εννέα ανομοιομεγέθη σφαιρίδια προέρχονται από τη διαδικασία καθαρμού του χρυσού από τις φυσικές του προσμείξεις. Ο ερετριέας χρυσοχόος του 8ου αιώνα π.Χ., δηλαδή, πραγματοποιούσε ο ίδιος τον καθαρισμό του χρυσού με τη μέθοδο της κυπέλλωσης – «όβρυζας» στα αρχαία ελληνικά. Τα εννέα σφαιρίδια επομένως καταρρίπτουν τη θεωρία περί ανακάλυψης της μεθόδου αυτής στο εργαστήριο του 580 π.Χ. στις Σάρδεις της Λυδίας.
Από τα κοσμήματα ξεχωρίζει ακέραιο διάδημα με κεντρικό γλωσσίδι που προεξέχει. Από τον έκτυπο διάκοσμο διακρίνονται άρματα, πολεμιστές και αιλουροειδή. Ο θησαυρός περιλαμβάνει και σύρματα σε διάφορα πάχη, θραύσματα από στριφτές ράβδους, ένα αναδιπλωμένο και στρεβλωμένο συρματερό που πιστοποιεί ότι ο χρυσοχόος ήταν εξοικειωμένος και με αυτή την τεχνική. Δύο θραύσματα από χρυσές πόρπες που ανήκουν σε κοινό τύπο ίσως αποδειχθούν μοναδικές λόγω του υλικού τους.
Ο συγγραφέας, τέλος, εντάσσει το χρυσοχόο στην εποχή του.
Στην κοινωνία της γεωμετρικής περιόδου, που πάνω κάτω ταυτίζεται με την κοινωνία του έπους, χάρη στην προσφορά τους στο κοινωνικό σύνολο οι τεχνίτες εντάσσονται στην κατηγορία των «δημιοεργών», λέξη που στο έπος δεν έχει ακόμη αποκτήσει ταξική χροιά. Οι ικανότητές τους θεωρούνται δώρο θεϊκό από την Αθηνά και τον Ήφαιστο, τα θαυμαστά χρυσά έργα τους διαθέτουν μαγική δύναμη και μεταφυσικούς συμβολισμούς. Αυτές οι ιδιότητες των έργων της μεταλλοτεχνίας σφραγίζουν με δαιμονική δυσμορφία και έλλειψη φερεγγυότητας τους μυθικούς τεχνίτες, τον Ήφαιστο, τους Τελχίνες, τους Κύκλωπες και τους Δακτύλους. Μάλλον γι’ αυτό τα εργαστήρια βρίσκονται κατά κανόνα σε δημόσιους χώρους ή σε άμεση σχέση με ιερά. Αυτό συμβαίνει στην Έγκωμη, στην Ταμασσό και στο Κίτιο της Κύπρου, στο λυδικό εργαστήριο των Σάρδεων, στη Λαυρεωτική της Αττικής. Είναι επομένως πιθανή η παρουσία ιερού του 8ου αιώνα π.Χ. πολύ κοντά στο αψιδωτό οικοδόμημα όπου είχε αποθησαυριστεί το χρυσάφι.