Στη Μέση Χαλκοκρατία (2000/1900-1600 π.Χ.), η αναδίπλωση του ελλαδικού πολιτισμού που επιστρέφει στον αγροτικό βίο, αναστέλλει τα βήματα προς την αστικοποίηση που είχαν συντελεστεί στην Πρώιμη Χαλκοκρατία. Ωστόσο, αυτή η «στασιμότητα» του μεσοελλαδικού πολιτισμού αναδεικνύει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του, μέσα από τη ζωντανή παράδοση περιθωριοποιημένων πολιτισμικών εκφάνσεων. Στη Μεσοχαλκή περίοδο, το Άργος αποτελούσε έναν από τους πιο εκτεταμένους ελλαδικούς οικισμούς, που δεν ήταν όμως ενιαίος αλλά διέθετε τρεις πυρήνες: στις ανατολικές υπώρειες της Λάρισας, στις αντίστοιχες υπώρειες του λόφου της Ασπίδας και στην κορυφή του λόφου αυτού. Η αγροτική εγκατάσταση στην Αψίδα (ΜΕ ΙΙΙα) διακρίνεται από το περιορισμένο εμβαδόν των σπιτιών, την ελεύθερη τοποθέτησή τους στο χώρο και την έλλειψη κοινού προσανατολισμού. Στη ΜΕ ΙΙΙβ περίοδο τα σπίτια είναι ορθογώνια και μεγαλύτερα ενώ η διάταξή τους θυμίζει τα μεσαιωνικά τοιχόσπιτα. Τη χαλαρότητα των κοινωνικών δομών που χαρακτηρίζει τη ΜΕ εποχή επιβεβαιώνουν τα ταφικά έθιμα. Οι νεκροί θάβονται χωρίς κτερίσματα σε λάκκους, κιβωτιόσχημους τάφους ή πίθους (τα παιδιά), συνήθως διάσπαρτους ανάμεσα στα σπίτια του οικισμού. Η έλλειψη κεντρικής οργάνωσης της ΜΕ κοινωνίας διαφαίνεται και στον τρόπο παραγωγής και εμπορίας αγαθών. Προσαρμοσμένη σε κοινότητα χαμηλού οικονομικού επιπέδου και χωρίς έντονη κοινωνική διαφοροποίηση, η οικοτεχνική παραγωγή στερείται έμπνευσης και πειραματισμού. Εξαίρεση αποτελούν τα πήλινα αγγεία, χειροποίητα πιθοειδή και ανοικτά μεσαίου μεγέθους, συνήθως τροχήλατα. Στα ανοικτά αγγεία ανήκουν τα μινυακά αγγεία και τα αμαυρόχρωμα. Τη σχέση του οικισμού με τον εξωτερικό κόσμο μαρτυρούν οι εισαγωγές: πιθοειδή αγγεία από την Αίγινα, κύπελλα και πρόχοι από την Κρήτη και αμφοροειδή αγγεία μάλλον από κάποιο κέντρο παραγωγής στη Ν. Πελοπόννησο.