Διαγράφοντας πρώτα το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο, ο συγγραφέας υπενθυμίζει ότι στα Επτάνησα η Φραγκοκρατία διακόπτει τη βυζαντινή παράδοση ήδη τον 12ο αιώνα. Τη Φραγκοκρατία ακολουθούν η ενετική και η αγγλική κυριαρχία. Διαχωρισμένα από τη μοίρα του ελλαδικού χώρου, τα Ιόνια νησιά αναπτύσσουν την κοινωνική και πολιτισμική τους ιδιαιτερότητα. Για πολιτικοθρησκευτικούς λόγους, παλαιοχριστιανικοί και βυζαντινοί ναοί δεν εμφανίζονται μετά τον 12ο αιώνα. Στην Ενετική περίοδο (16ος-19ος αιώνας) υιοθετείται ο τύπος της ξυλόστεγης μονόκλιτης βασιλικής, της λεγόμενης «επτανησιακής». Το ιερό εμφανίζει συχνά αποκλίσεις από την ανατολή, η κύρια είσοδος τοποθετείται σε μια από τις μεγάλες πλευρές δημιουργώντας στο ναό έναν εγκάρσιο άξονα. Τα καμπαναριά διακρίνονται στα «πλακέ» ή «φράγκικα» (απλά) και στα «βενετσιάνικα» (πυργοειδή). Τα πρώτα έχουν τοίχωμα που είναι κυρίως συνέχεια της μιας μεγάλης όψης του ναού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το καμπαναριό της μονής του Αγ. Γεράσιμου στα Ομαλά. Τα καμπαναριά του β΄ τύπου τοποθετούνται στο χώρο με ελευθερία, σε αρμονική σύνθεση με το ναό. Και στους δύο τύπους ανήκουν έργα εξαιρετικής κατασκευαστικής τόλμης και καλλιτεχνικής έκφρασης.
Η ρυθμολογική και μορφολογική ιδιαιτερότητα της θρησκευτικής αρχιτεκτονικής στην Κεφαλλονιά, και γενικά στα Επτάνησα, οφείλεται στη δημιουργική αφομοίωση των ισχυρών δυτικών επιδράσεων του ουμανισμού της Αναγέννησης και αργότερα του μπαρόκ που δημιουργεί μια μείξη αρχιτεκτονικών μορφών και στοιχείων. Λιτότητα στη σύνθεση, κλίμακα προσαρμοσμένη στην ελληνική αντίληψη του μέτρου, απλοποίηση και ανάπτυξη σε ένα επίπεδο είναι από τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το «επτανησιακό μπαρόκ».