Ήδη από τη δεύτερη χιλιετία π.Χ. κατασκευάζονται με μήτρα χάντρες και περίαπτα από μέταλλο ή υαλόμαζα, όπως μαρτυρεί τόσο η μινωική όσο και η μυκηναϊκή κοσμηματοτεχνία. Η χύτευση για την κατασκευή άλλου τύπου κοσμημάτων, όπως ενώτια ή δακτυλίδια, είναι μεταγενέστερη και ίσως έχει αιγυπτιακή προέλευση. Η αναπαράσταση της τεχνικής είναι δυνατή μέσα από τις μήτρες που ήρθαν στο φως αλλά και χάρη στο αναλλοίωτο της βασικής διαδικασίας που τη βλέπουμε να λειτουργεί ως σήμερα. Το υλικό σε ρευστή μορφή χύνεται σε μήτρα στο σχήμα του κοσμήματος, φτιαγμένη συνήθως από στεατίτη αλλά και από άλλες πέτρες ή μέταλλο, ακόμη κι από άμμο. Στόχος είναι η μαζική παραγωγή. Η ευρεία χρήση της χύτευσης ιδίως για περιδέραια, κατά την Ύστερη Ελλαδική περίοδο ΙΙ και ΙΙΙ, συμβαδίζει με τη σταδιακή αντικατάσταση των πολύτιμων υλικών (χρυσός, λαζουρίτης λίθος), με την υαλόμαζα και τη φαγεντιανή. Έτσι, το κόσμημα παύει να είναι απόκτημα μόνο των ευγενών.